Καλός ο Έκο, αλλά καλύτερος ο Τσαντίκος.
* Πρώτα σε πωλήσεις για την εβδομάδα έως 26/04 από το βιβλιοπωλείο Αναγνώστης στα Γιάννενα.
[Το διήγημα "Σάμσταγκ" είναι από τη συλλογή "Οι Ναΐτες πετάχτηκαν δίπλα" του Γιώργου Τσαντίκου. Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο στην Πρωτοπορία ή να κατεβάσετε το e-book του δωρεάν. Διαβάστε περισσότερα και εδώ: http://voreiodytikes.blogspot.com/2011/04/blog-post_1636.html]
1.000.000 στιγμές
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του, ο Μιχάλης λέει πως 1.000.000 στιγμές είναι πολλές στιγμές. Δεν πρόκειται να τον αντικρούσω, όμως, έτσι τυπωμένο αριθμητικά στον τίτλο, με το 1 να δεσπόζει, μου φάνηκε ελκυστική η σκέψη πως θα μπορούσε να πρόκειται για μια στιγμή. Μια στιγμή διογκωμένη σα μπαλόνι, μια στιγμή που όσο πιο πολλά μηδενικά της αραδιάσεις στο κατόπι τόσο φουσκώνει και φουσκώνει. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα αυτή η στιγμή-μπαλόνι ονομάζεται φοιτητική ζωή, κι όπως κάθε στιγμή όσο διαρκεί έχει τα χαρακτηριστικά της αιωνιότητας, ενώ όταν σκάσει σε βρίσκει κάπως απορημένο κι έκθαμβο στο κατώφλι της ωριμότητας.
Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη περίοδος στη ζωή του ανθρώπου φορτωμένη με τόσους μύθους και προσδοκίες όσο η φοιτητική ζωή. Η ίδια η ιδιότητα του «φοιτητή» στην Ελλάδα μοιάζει όχι τόσο με ένα στάδιο εντατικής προετοιμασίας για την επαγγελματική ζωή όσο με ένα έπαθλο, μια ψυχική αποζημίωση για τόσα χρόνια σχολικής βαρεμάρας και φροντιστηριακής υπερκόπωσης. Τουλάχιστον η δική μου η γενιά έτσι έζησε τα φοιτητικά της χρόνια, μέσα σε μια ονειρική δικαίωση, λες και επιτέλους θα μπορούσαμε να αναπαυθούμε σ’ ένα νησί, όπου μας έβγαλε το κρόουλ των πανελλαδικών λίγο πριν ξαναβουτήξουμε για τα βαθιά και μαύρα (όπως αποδείχθηκε) νερά της εύρεσης εργασίας.
Πάντα αναρωτιόμουν αν και σήμερα το νησί αυτό κατοικείται από τους ίδιους ανεκδιήγητους ιθαγενείς, αν βυθίζεται στις απολαύσεις των πολύωρων καφέδων, αν καλύπτεται από την ίδιες αναθυμιάσεις καπνού και αλκοόλ, αν σέρνεται στα αμφιθέατρα των συνελεύσεων με την ίδιο μείγμα θυμηδίας και δυσπιστίας, αν οι παρέες λιώνουν και δένουν μεταξύ τους, ακούραστα άσωτοι και κουρασμένα ρομαντικοί. Πέρα απ’ τη λογοτεχνική ή όποια άλλη αξία αυτού του βιβλίου, προσωπικά έπιασα να το διαβάζω για να θυμηθώ αλλά και να ανακαλύψω. Δεν θα σας αποκαλύψω τα πορίσματα αυτής της έρευνας, μιας και το ενδιαφέρον τους είναι καθαρά προσωπικό. Αυτό όμως που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως δεν έχω διαβάσει τόσο ειλικρινή, αστεία αλλά και τρυφερή αποτύπωση της σύγχρονης φοιτητικής ζωής.
Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Πέτρος, σπουδάζει σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη. Η αφήγηση ξεκινάει τον Σεπτέμβρη με την έναρξη του τελευταίου έτους των σπουδών του και λήγει τον επόμενο Σεπτέμβρη, όταν ο ίδιος αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της φοιτητικής παρέας είναι έτοιμα να πάρουν ο καθένας το δικό του δρόμο . Ο Μιχάλης έχει επιλέξει αυτή τη χρονιά, που στέκει σαν όριο ανάμεσα σε δυο κόσμους, για να ξετυλίξει το νήμα με τις 1.000.000 στιγμές, τους 1.000.000 κόμπους, τους οποίους ψηλαφεί έναν έναν με την ίδια προσοχή, την ίδια χιουμοριστική αλλά και κριτική διάθεση χωρίς να δημιουργεί τεχνητά σκαμπανεβάσματα στην πλοκή, κρατώντας ένα σταθερό αλλά κι ανάλαφρο βηματισμό. Μ’ αυτό τον τρόπο, καθώς τα κεφάλαια κι οι μήνες στους οποίους αντιστοιχεί το καθένα προχωρούν, έχεις την αίσθηση πως σε τραβάνε από το χέρι να περπατήσεις μαζί με τον αφηγητή, μέρα τη μέρα στιγμή τη στιγμή, γευόμενος κι εσύ λίγο λίγο αυτό το μίγμα από τρέλα, πλήξη, διάβασμα κι έρωτα που ποτίζει τη φοιτητική ζωή της παρέας.
Η παρέα είναι ο ιστός που κρατάει δεμένες τις 1.000.000 στιγμές του βιβλίου. Ο Πέτρος, ο Αποστόλης ή Τόλης ή Τρολ, τα 3Φ (η Φένια, η Φαίη κι η Φανή), ο Ανέστης που αργότερα έγινε Άλεξ ή για τους φίλους Αλεξάκης, μπλέκονται μεταξύ τους και μπλέκουν κι άλλους που η τροχιά τους συναντιέται για λίγο με τη δική τους: ο Μπάμπης ο σουβλατζής που έχει αναλάβει να τροφοδοτεί οποιαδήποτε ώρα της μέρας και της νύχτας την παρέα, η Γατούλα που τρίβει τη γούνα της πάνω στον Πέτρο, ο Φρανς κι η Φραντσέσκα, ο κυρ-Θύμιος κι οι χορεύτριες τάνγκο της Σιγκαπούρης. Άλλοτε η ζωή της παρέας μοιάζει να βρίθει από πρόσωπα και γεγονότα, σαν ένα τσίρκο, όπου τα νούμερα διαδέχονται με διασκεδαστική αγωνία το ένα το άλλο, κι άλλοτε λιμνάζει σε σπίτια φίλων μπροστά από τηλεοράσεις, οθόνες υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων. Λένε πως οι φίλοι είναι η συγνώμη του Θεού για την οικογένεια. Όχι μόνο δεν θα διαφωνήσω αλλά θα τα φουσκώσω κι άλλο, αν αυτό είναι δυνατό: οι φίλοι είναι μια συνεχής δοκιμή ξανασχεδιασμού της οικογένειας, σβήνοντας κατά τόπους το αρχικό σχέδιο έτσι όπως έχει αποτυπωθεί πάνω μας, ξαναγράφοντας κι αλλάζοντάς το, όσο και όπως μπορούμε.
Αν η παρέα λοιπόν είναι ο ιστός του βιβλίου, ο έρωτας είναι μια σειρά από έντομα που έχουν πιαστεί μέσα. Ένας έρωτας που δεν έχει ξεχαστεί και ρίχνει τη σκιά του στους επόμενους, καινούργιες αγάπες που κυνηγάν η μια την ουρά της άλλης, ελπίδες πάνω στα σκαμπό ενός μπαρ που δεν αργούν να γκρεμιστούν στο πάτωμα, ο πόθος σαν ένα παιχνίδι με καθρεφτάκια που ανακλά τη λάμψη του από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, από οθόνη κινητού σε οθόνη υπολογιστή, τυφλώνοντας τελικά τους πάντες, ζευγαρώνοντας για τα καλά κάποιους, αφήνοντας σύξυλους τους περισσότερους.
Στις οθόνες όμως αυτού του βιβλίου δεν περνούν μόνο σχέσεις καρδιακές, ψημένες φιλίες και άψητοι έρωτες. Υπάρχει και το Παπάκι. Το Παπάκι είναι η φωνή του Πέτρου, του πρωταγωνιστή, έτσι όπως φτάνει στους υπόλοιπους αλλά και σε μας τους αναγνώστες μέσω των άρθρων του στη φοιτητική εφημερίδα, όπου δημοσιεύει τις σκέψεις του γύρω από όλα αυτά που συμβαίνουν στην πόλη, στο πανεπιστήμιο, στις παρέες, στην πολιτική, στον έρωτα, στη ζωή του. Αυτά τα αποσπάσματα, γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, μας αποσπούν προσωρινά από τα καφέ, τα μπαράκια, τους καναπέδες και τα σεντόνια, σαν η κάμερα του συγγραφέα να παίρνει μια απόσταση, βλέποντας για λίγο τα πράγματα από ψηλά, περιγράφοντας κι αναλύοντάς τα, όχι όμως με το ύφος ενός παντεπόπτη και παντογνώστη αφηγητή, αλλά με το χιούμορ και την κριτική διάθεση κάποιου που βράζει κι ο ίδιος μέσα στην καυτή σούπα της οποίας απαριθμεί τα υλικά και τις δόσεις.
Όμως όλα αυτά, έχω την εντύπωση, όλες αυτές οι 1.000.000 στιγμές του βιβλίου, θα σκόρπιζαν και θα χάνονταν ή θα αναλήπτονταν σαν το μπαλόνι της μιας στιγμής, όπως έλεγα στην αρχή, αν δεν είχαν κι ένα βαρίδι να τις κρατάει στη γη. Κι αυτό το βαρίδι είναι ο θάνατος. Κι όχι μόνο ο συμβολικός, των σχέσεων ή της φοιτητικής ζωής, ας πούμε, που φτάνει σ’ ένα τέρμα, αλλά κι ο άλλος, ο πραγματικός, αυτός που αφήνει το στίγμα του στα σώματα και τις ματιές και τίποτα μετά από αυτό δεν είναι ίδιο. Άλλωστε το «στίγμα» κι η «στιγμή» βγαίνουν απ’ το ίδιο ρήμα, έχουν την ίδια ρίζα, την ίδια μάνα. «Στίζω» θα πει χαράζω ένα στίγμα, ένα τατουάζ, μια ακόμα γραμμή στον τοίχο με το κοπίδι του χρόνου.
Ο Μιχάλης χάραξε 1.000.000 απολαυστικές, καθημερινές, αστείες, παράξενες, μελαγχολικές στιγμές πάνω σε αυτό το βιβλίο. Σειρά σας τώρα να τις διαβάσετε.
"Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ είναι ένα έργο που γράφτηκε πολλά απογεύματα σαν γυρνούσα από την δουλειά, κουρασμένος ή ακόμη και με ένα σφίξιμο ανεξήγητο στο στήθος, βαρύ από σκέψεις και ανθρώπινες καταστάσεις. Εκείνον τον άστεγο, τον είχα δει με την άκρη του ματιού μου αρχικά, έπειτα πιο προσεκτικά και τέλος στάθηκα να τον παρατηρώ ταχτοποιώντας αναρίθμητες σκέψεις που πραγματικά πίστεψα ότι με δοκίμαζαν. Κατέληξα ότι δεν ήταν αυτός, ή τουλάχιστον, δεν ήταν μόνο αυτός που παρατηρούσα αλλά ένα σύνολο ανθρώπων που πλαισιώνουν εκείνο το παράταιρο τέλμα(;) της ζωής της πόλης. Κάποιοι τον έστησαν εκεί, κάποιοι τον απομάκρυναν από τους νευρώνες της κοινωνίας και κάπου, ίσως λέω, ο ίδιος να πήρε κάποιες αποφάσεις για να ηρεμήσει την ταραγμένη του ζωή. Όλα υποθέσεις είναι, εικασίες ή και φαντασιώσεις αν θέλετε. Τέτοιες μάλιστα που δοθείσης της ευκαιρίας, έγραψα όχι μόνο για αυτόν τον άνθρωπο, αλλά και για μια ελάχιστη μερίδα ανθρώπων που πλαισιώνουν τον μύθο της νουβέλας. Σαν να ήταν κάποιο θέατρο, παρουσίασα τα πρόσωπα στην αρχή της νουβέλας, έναν προς ένα. Τον άστεγο Χρήστο, τον κύριο Πολυδεύκη, την εκλεκτή δεσποινίδα και άλλους. Τέλος, από το κεφάλαιο Ανθρώπων έργα και έπειτα, όλοι τούτοι οι άνθρωποι έδεσαν με την παρουσία του συγγραφέα (τον κύριο Κ), όπου η έμπνευση είχε αρχίσει να τον εγκαταλείπει. Και εκεί ξεκινάει ο μύθος....
Σαν μέγεθος το κείμενο είναι μικρό, μόνο 86 σελίδες. Και αυτός είναι ο λόγος που πήρε την μορφή του ebook. Το είχα σαν σκέψη, καιρό τώρα να το δημοσιοποιήσω με την επισημότητα του. Κάποια στιγμή γνώρισα έναν εκλεκτό άνθρωπο, τον Γιάννη τον Πλιώτα που κάνει τα πρώτα του βήματα στον εκδοτικό χώρο με τον επιβλητικό τίτλο Βορειοδυτικές εκδόσεις, αφού πρώτα έχει δοκιμάσει και δοκιμαστεί ως συγγραφέας. Του ζήτησα, να το κυκλοφορήσουμε σε ebook, και αν είναι δυνατό να το μοιράσουμε δωρεάν. Συμφωνήσαμε σε όλα. Στο κείμενο έγινε επιμέλεια, διορθώσεις, εξώφυλλο και γενικά ότι χρειάζεται ένα βιβλίο για να τυπωθεί. Μόνο που για την ώρα δεν θα τυπωθεί αλλά θα μοιραστεί με τους φίλους του διαδικτύου με την άδεια creative commons. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μπορείτε να το κατεβάσετε, να προβάλλετε μέρος του όπου θέλετε, αρκεί να υπάρχει η φανερή ένδειξη της προέλευσης και του ιδιοκτήτη του κειμένου.
Είμαι της αίσθησης ότι οι λέξεις δεν μας ανήκουν, η σύνθεση και η επιμέλεια της χαοτικής μας σκέψης, είναι που μας κάνει δημιουργούς και αυτή είναι η χαρά της γραφής. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι αφορίζω τα τυπωμένα βιβλία, θα συνεχίσω να εκδίδω με τον πατροπαράδοτο τρόπο. καθότι κανένα κομπιούτερ ή ereader δεν θα μπορέσει να αντικαταστήσει την μυρουδιά του χαρτιού και τα στρογγυλεμένα μαύρα γράμματα που μπορείς να τα αισθανθείς με την αφή."
Νουβέλα, αποκλειστικά σε e-book
Σελίδες: 86
Φωτογραφία εξωφύλλου: Σωτήρης Ζαφείρης
Μακέτα εξωφύλλου: Μιχάλης Φουντουκλής
ISBN: 978-960-99666-2-7
Τιμή: δωρεάν
Σχήμα: 14 x 21 εκ.
Σελίδες: 128
Σύνθεση εξωφύλλου: Ελένη Λαμπροπούλου
& Μιχάλης Φουντουκλής
ISBN: 978-960-99666-3-4
Τιμή: 10 € (ή περίπου 7.000 δραχμές)