

edit (4 Ιαν): Στο matia.gr πλέον μπορείτε να διαβάσετε και μία πολύ θετική κριτική για το Καλημέρα και Αντίο της Αγγελικής Σχοινά!

«Ζαν Πιέρ… Αν όλα πάνε καλά, όλες οι γυναίκες θα σε ζηλεύουν. Το αφεντικό σου παίζει να ‘ναι ο ομορφότερος άντρας του Παρισιού».
«Το τελευταίο πράγμα που έχω διάθεση, είναι ν’ ασχοληθώ με άντρες», μουρμούρισε η Ζωή. Είχε ακουμπήσει βαριεστημένα το κεφάλι της στο τζάμι και κοιτούσε τη Λιζ. «Πόσο μάλιστα με το τι κουβαλάει στο κεφάλι του ένας τυχαίος, ωραίος και σίγουρα ψωνισμένος γκόμενος».
«Ναι καλά, όλα αυτά τα λες γιατί δεν τον έχεις δει. Πραγματικά μετανιώνω που γνώρισα πρώτα τον αδερφό του. Όχι ότι είναι άσχημος βέβαια, κάθε άλλο…»
«Τον αδερφό του; Γνώρισες…»
«Έως και παραγνώρισα, βασικά».
Ανασηκώθηκε απειλητικά και κάρφωσε με ένα θυμωμένο βλέμμα τη φίλη της, η οποία είχε σταυρώσει τα χέρια σε στάση άμυνας.
«Έλεος ρε Λίζα! Πες μου τώρα ότι τον ερωτεύτηκες κι αυτόν και ότι έριξες κάνα εξάμηνο κλάμα επειδή ξοδέψατε δυο βράδια μαζί».
«Είναι μουσικός», είπε η Λιζ με παραπονεμένο τόνο για να δικαιολογηθεί.
«Ε και; Και ο Σωτήρης για παράδειγμα παίζει φυσαρμόνικα, γρατζουνάει μια κιθάρα και ό,τι άλλο πέσει στα χέρια του, αλλά δεν τον ερωτεύτηκες!»
Την κοίταξε με ένα ένοχο βλέμμα.
«Μου έπαιζε κιθάρα σαν τον Μιχάλη μου. Και πέρα από αυτό, πάντα μου άρεσε ο Σωτήρης».
Η Ζωή άφησε ασχολίαστο το δεύτερο σκέλος της απάντησης.
«Οκ! Δέχομαι ότι υπάρχει μια ιδιαιτερότητα! Μπράβο το παιδί, όλο αυτό είναι ικανό να σε κάνει να τον θαυμάσεις και να ξοδέψεις δυο βράδια μαζί του· όχι και να τον ερωτευτείς».
«Δεν ήταν μόνο δύο».
«Ε, ήταν δεκαπέντε; Σιγά!»
«Περίπου. Ήμασταν ένα μήνα και κάτι μαζί. Και δεν έκλαιγα εξάμηνο».
«Έκλαιγες τρίμηνο;»
«Περίπου…»
«Α, τουλάχιστον σημειώσαμε πρόοδο Λιζ. Κάποτε θα μάθεις να το ξεπερνάς κι αμέσως. Να δω πότε».
«Αν δεν σε ήξερα από νιάνιαρο θα με είχες πείσει πως είσαι εντελώς αναίσθητη ρε Ζωή. Μ’ έναν άνθρωπο όταν περνάς κάτι, όταν ξοδεύεις χρόνο μαζί του, τού δίνεις το σώμα σου, τού χαρίζεις ένα κομμάτι σου μικρό ή μεγάλο. Και όταν εκείνος φεύγει, το χάνεις».«Αναίσθητη… Μπορεί και να ‘μαι. Να μη χαρίζεις λοιπόν τα κομμάτια σου γιατί άμα συνεχιστεί αυτό, άμα έρχεται ο καθένας και φεύγοντας παίρνει κι από κάτι, μετά δεν θα σου μείνει τίποτα. Και τότε δεν θα ‘σαι αναίσθητη, θα’ σαι απλά άδεια! Δεν αξίζει να χάνεις τον εαυτό σου επειδή συνάντησες πέντε ηλίθιους, ανισόρροπους μουσικούς, ποιητές, ηθοποιούς ή ζωγράφους. Έλεος ρε Λίζα!»
Με ένα τράνταγμα ο συρμός σταμάτησε.
«Εδώ κατεβαίνουμε. Τέσπα, πρέπει να σου πω πέντε πράγματα για τον Ζαν Πιερ, να ξέρεις τι σε περιμένει. Είναι κάτι σαν αρχισυντάκτης του jolie-jolie».
«Δεν το περίμενες αυτό Αποστολόπουλε;» του είπε με βλέμμα γεμάτο ικανοποίηση. «Σε προσέλαβα, να ψάξεις να βρεις τον άντρα μου, γιατί οι γλώσσες της πιάτσας έλεγαν για σένα πως είσαι πια ξεφτισμένος, ένα τίποτα. Ένας αλκοολικός χαμένος κάπου στον πάτο του ουίσκι του. Άλλα εσύ, όχι! Έπρεπε να το πάρεις προσωπικά, έπρεπε να κάνεις το αναπάντεχο, το απροσδόκητο».
Ο Αποστολόπουλος καθόταν ήρεμος στην αναπαυτική γυριστή καρέκλα του και κάπνιζε, σαν από μια άλλη εποχή, ένα από τα σαντέ του, άφιλτρο, όπως ήταν κι ο ίδιος άλλωστε. Η ζωή του κρεμόταν από μια νευρική κίνηση του δείκτη της κυρίας Μιραφιώρη. Όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί για το θρυλικό ντετέκτιβ των βορείων προαστίων, μα αυτός φαινόταν πιο ήρεμος και απ’ το μάτι του κυκλώνα.
«Νομίζετε πως δεν έχω καταλάβει ότι εσείς η ίδια είχατε σκοτώσει τον άντρα σας κυρία Μιραφιώρη;» της είπε χωρίς να γυρίσει να την αντικρίσει. «Νομίζετε πως δεν έμαθα για τα εφτά εκατομμύρια ευρώ, σε χρυσές λίρες, που έκρυβε τόσο χρόνια ο μακαρίτης πεθερός σας; Νομίζετε πως δεν ξέρω για το προβληματικό συκώτι σας, για το οποίο ο άντρας σας αρνιόταν πεισματικά να βοηθήσει; Ή για τον κρυφό πάθος σας με τον τζόγο και τους νέους άντρες, που μόνο η νύχτα μαρτυράει; Νομίζετε ότι δεν γνωρίζω για το ρεβόλβερ που με σημαδεύει αυτή τη στιγμή, έτοιμο να μου στερήσει το ξημέρωμα; Γνωρίζω κυρία Μιραφιώρη. Γνωρίζω...»
Ο Αποστολόπουλος είχε καταπλήξει όχι μόνο την κυρία Μιραφιώρη, η οποία είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο νευρική, αλλά και το τηλεοπτικό του κοινό, ανάμεσά τους ο Άλεξ, ο Πέτρος, ο Τόλης και η Φανή που παρακολουθούσαν με αγωνία την εξέλιξη της τελευταίας, ίσως, βραδιάς του Αποστολόπουλου, ιδιωτικού ντετέκτιβ, χωρίς να μπορούν να βρουν έστω και μια τυφλή ελπίδα σωτηρίας. Ο Αποστολόπουλος ήταν στα σίγουρα νεκρός. Παρ’ όλα αυτά το πρόγραμμα της τηλεόρασης έδειχνε πως η σεζόν συνεχίζεται για ακόμα δέκα επεισόδια, πιθανώς για ξεκάρφωμα.
Παίρνοντας αυτό που, ίσως, ήταν η τελευταία τζούρα από το σαντέ του, ο Αποστολόπουλος συνέχισε: «Απ’ τις κηλίδες αίματος που βρήκα στο πίσω μέρος του αμαξιού σας, γνωρίζω ότι εσείς σκοτώσατε τον άντρα σας. Γνωρίζω για το συκώτι σας γιατί ανάγκασα με ωμή και ακατέργαστη βία τον προσωπικό σας ιατρό, κύριο Αυγουλίδη, να μου το αποκαλύψει. Γνωρίζω για τα εφτά εκατομμύρια ευρώ, σε χρυσές λίρες, γιατί αποπλάνησα την προσωπική σας υπηρέτρια, τη δεσποινίς Αλιφαντή, σε μια νύχτα άγριου σεξ. Αγνό κορίτσι, καθαρό και καθώς πρέπει, πάντα με το σεις και με το σας, μα λέει πολλά περισσότερα απ’ ό,τι θα έπρεπε, όταν ξέρεις που να πατήσεις. Γνωρίζω για το πάθος σας με τον τζόγο και τον Αρμάντο, τον Ανδαλουσιανό νεαρό μασέρ σας που συχνά ζεσταίνει τα σεντόνια της προσωπικής σας σουίτας στο καζίνο Μοντ Πλεζίρ. Και…»
Η καρέκλα του Αποστολόπουλου άρχισε να γυρνάει αργά προς το μέρος της Κυρίας Μιραφιώρη, η οποία ακούγοντας άλαλη το μέγεθος της αντρίλας του Αποστολόπουλου, το πόσο καλός πραγματικά ήταν, είχε αρχίσει να τρέμει χωρίς να καταλαβαίνει αν ήταν απ’ το φόβο ή απ’ την ερωτική έλξη. Το κοινό είχε μείνει άναυδό και κρεμόταν στην κυριολεξία απ’ την επόμενη φράση του ιδιωτικού ντετέκτιβ. Το κύκνειο άσμα του. Οι μπίρες και τα ποπ-κορν είχαν ξεχαστεί στα τραπεζάκια και όλοι μασουλούσαν τα νύχια τους. Η καρέκλα του Αποστολόπουλου ολοκλήρωσε την περιστροφή της και εκείνος αντίκρισε την κυρία Μιραφιώρη. Έμοιαζε πιο σκουρόχρωμος απ’ ό,τι κανονικά, ενώ ξεκολλούσε από το πρόσωπο του κάτι που έμοιαζε να είναι ψεύτικες φαβορίτες.
«…Και γνωρίζω πως το ρεβόλβερ σας είναι άδειο, κυρία Μιραφιώρη, γιατί εγώ αφαίρεσα της σφαίρες, χτες το βράδυ στο καζίνο που σας έκανα έρωτα, προσποιούμενος ότι είμαι ο Αρμάντο, ο Ανδαλουσιανός μασέρ σας». Η στιγμή ήταν τόσο δυνατή και ο Αποστολόπουλος τόσο καλός, που ακόμα και τα εργοστάσια της ΔΕΗ υπερφορτώθηκαν από το μέγεθος της ενέργειας που έκπεμψε. Ξαφνικά τα φώτα της πόλης έσβησαν. Ο Άλεξ, ο Πέτρος, ο Τόλης και η Φανή έμειναν με ανοιχτό το στόμα και με κλειστό το φως. Απόλυτη ησυχία, με μόνη εξαίρεση ένα μακρινό συναγερμό που επίμονα σφύριζε το μόνο ρυθμό που ήξερε.
«Πω, είναι πολύ καλός», αποφάσισε να σπάσει τη μαύρη σιγή ο Πέτρος.
«Ο Αποστολόπουλος είναι το ίνδαλμά μου», συμπλήρωσε ο Άλεξ.
«Μαλάκας είναι», είπε η Φανή εμφανώς απογοητευμένη. «Αντί να βγάλει φωτογραφίες με την κυρία Φιραμιώρη, ή όπως στο διάολο τη λένε, γυμνή και μετά να την εκβιάζει για ένα μερίδιο από τα εφτά εκατομμύρια ευρώ, σε χρυσές λίρες, κάθεται και της λέει πόσο καλός είναι. Και πόσο φτωχός θα είναι σε λίγο αφού θα συλλάβει τον άνθρωπο που τον προσέλαβε. Δεκάρα δεν θα δει, ο μαλάκας».
«Φτωχός, πλην τίμιος», πρόσθεσε με άκρατο σεβασμό ο Άλεξ.
«Και πού το ξέρεις ότι δεν είχε σκοπό να την εκβιάσει; Ότι δεν την εκβιάζει ήδη αυτή τη στιγμή που εμάς μας έχει καλύψει το σκότος της άγνοιας;»
«Η πολλή λογοτεχνία σου ‘χει κάνει κακό αγόρι μου, κόψ’ την. Και σιγά μην την εκβίαζε, δεν ξέρεις πώς πάνε αυτές οι σειρές μωρέ; Αυτή θα φρίκαρε, θ’ άρχισε να πυροβολεί άσκοπα, εκείνος θα της έπιασε το χέρι απ’ τον καρπό και θα της έριξε πρώτα ένα φιλί, και μετά μια-δυο καλές -συμπλήρωσε το ηχητικό επιφώνημα ο Τόλης μισοκοιμισμένος απ’ την πολυθρόνα του- θα την έδεσε καρεκλοπόδαρα και θα την τσουβάλιασε η αστυνομία. Το επεισόδιο θα κλείσει με τον αρχηγό της αστυνομίας, που κανείς δεν θυμάται το όνομά του και που κλασικά παίζει μόνο στο τέλος και στην αρχή, να λέει στον Αποστολόπουλο πόσο καλός είναι. Σκατά με φράουλες».
«Σαν πολύ δεν βρίζεις τώρα τελευταία;» ρώτησε ο Άλεξ επικριτικά.
«Και εσένα τι σε νοιάζει ρε; Πατέρας μου είσαι;» Η Φανή είχε αρχίσει να νευριάζει, χωρίς εμφανή λόγο. Ο Άλεξ δεν απάντησε, μονάχα ακούστηκε να σηκώνεται και να πηγαίνει προς το μπαλκόνι, παρέα με μερικά σιχτίρια σε κάθε έπιπλο στο οποίο σκόνταφτε. Ησυχία.
«Οι άλλες τι ώρα τελειώνουνε χορό;» ρώτησε ο Πέτρος. «Εσύ γιατί δεν μιλάς ρε;» Ο Τόλης δεν αντέδρασε στο σκούντημα του Πέτρου.
«Κοιμήθηκε», αποκρίθηκε μια γυναικεία φωνή που έμοιαζε να απομακρύνεται. Ένας συρτός ήχος ακούστηκε και η μπαλκονόπορτα άνοιξε για δεύτερη φορά. Ο Πέτρος έμεινε μόνος του. Χωρίς φως. Χωρίς ελπίδα. Τη σκέφτηκε. Το Λύκο. Η φωνή της σκέψης του απλώθηκε στο σκοτεινό και άδειο δωμάτιο. Πήρε μορφή και υπόσταση μέσα στο απόλυτο τίποτα και άρχισε να βασανίζει ένα ήδη βασανισμένο μυαλό.
Πρωτοπορία:
Αθήνα, Γραβιάς 3-5, Πλατεία Κάνιγγος
Θεσσαλονίκη, Λ. Νίκης 3, Παραλία Θεσσαλονίκης
Πάτρα, Γεροκωστοπούλου 31-33
Γιάννενα, Ελευθερουδάκης, Σπύρου Κατσαδήμα 7
Γιάννενα, Παιδεία, Φώτου Τζαβέλα 8
Γιάννενα, Αναγνώστης, Πυρσινέλλα 11
Γιάννενα, Δωδώνη, 28ης Οκτωβρίου 25
Λάρισα, Παιδεία, Μεγάλου Αλεξάνδρου 6
Καρδίτσα, Παιδεία, Ηρώων Πολυτεχνείου 6-8
Βόλος, Παιδεία, Δον. Δαλεζίου 2
* και αν είστε μακριά από τα σημεία διανομής μας, μπορείτε να παραγγείλετε τα βιβλία στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλεία της Πρωτοπορίας (http://www.protoporia.gr/)
** αν είστε βιβλιοπώλης και θέλετε να φιλοξενήσετε τα βιβλία των βορειοδυτικών, μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας
-Μαλάκα, ήρθε ο λογαριασμός του τηλεφώνου.
-Του σταθερού;
-Ναι.
-Και; Πόσο;
-Είναι εκατόν εξήντα ευρώ.
-Οέο! Και τι θα κάνεις ρε;
-Πήρα τη μάνα μου.
-Και πώς το δέχτηκε;
-Της τηλεφώνησα και της λέω: «Έλα μάνα, ήρθε ο λογαριασμός τηλεφώνου. Είναι εφτακόσια ευρώ». Εκείνη φρίκαρε. Την άφησα λίγα δευτερόλεπτα να κράξει και είπα: «Έλα πλάκα σου κάνω, διακόσια πενήντα είναι μόνο». Και μου απαντάει: «Σε καλό σου παιδάκι μου, με τρόμαξες! Θα σ’ τα στείλω αύριο».
-Γιατί διακόσια πενήντα;
-Ε, να μην πάρω κάτι για τον κόπο μου;
-Ποιον κόπο;
-Του να συλλάβω αυτό το ιδιοφυές σχέδιο.
-Ε, είσαι…
-Σατανικός!
Καλημέρα και Αντίο - Αγγελική Σχοινά
Η Ζωή ανέβηκε μέχρι τον τελευταίο όροφο, χτύπησε το κουδούνι και περίμενε.
«Δεν μπορώ τώρα! Κάνω σεξ! Αφήστε χαρτάκι κάτω απ’ την πόρτα», ακούστηκε από μέσα μια φωνή στα γαλλικά.
«Να τσακιστείς να μου ανοίξεις», φώναξε η Ζωή στα ελληνικά, χτυπώντας πολλές φορές ακόμα το κουδούνι.
Πίσω από την άσπρη, ξύλινη πόρτα ήρθε ήχος τρεξίματος, μετά θόρυβος από πράγματα που έπεφταν και σε ένα δευτερόλεπτο η πόρτα άνοιξε διάπλατα και ακούγονταν οι στριγκλιές της Λιζ, καθώς είχε τυλιχτεί ολόκληρη γύρω απ’ τη Ζωή.
«Τι κάνεις εδώ; Πες μου ότι θα μείνεις για πάντα!»
Η Ζωή την ακολούθησε στο εσωτερικό, θέλοντας να εξερευνήσει το καινούργιο της καταφύγιο.
«Α, δεν ξέρω…» είπε υπαινικτικά, ενώ ακουμπούσε προσεκτικά την τσάντα της στον καναπέ. «Άκουσα πως έχεις ανειλημμένες υποχρεώσεις».
Σχήμα: 14 x 21 εκ.
Σελίδες: 208
Πίνακας εξωφύλλου: Αγγελική Σχοινά
Σύνθεση: Ελένη Λαμπροπούλου
ISBN: 978-960-99666-1-0
Τιμή: 13,2 €
1.000.000 στιγμές
Σχήμα: 14 x 21 εκ.
Σελίδες: 272
Κολάζ εξωφύλλου: Εμμανουέλα Καραγιαννάκη
Σύνθεση: Ελένη Λαμπροπούλου
ISBN:
Τιμή: 14,3 €
1.000.000 στιγμές είναι πολλές στιγμές. Στιγμές χαράς, στιγμές λύπης. Στιγμές έρωτα, απόγνωσης, φόβου, μανίας, κατάθλιψης, ελπίδας, κίνησης, στάσης. Στιγμές αναμονής, στιγμές πόνου, γέλιου, στιγμές κρύου, ζέστης, βροχής, συννεφιάς, ήλιου, πάγου, στιγμές με όνειρα, στιγμές με κέφι και χαρά, με αυτοσαρκασμό, με όρεξη για αυτοκριτική και βελτίωση. Στιγμές ανάλαφρες, στιγμές βαριές και ασήκωτες, στιγμές που όλα μοιάζουν ξένα και άλλες που όλα μοιάζουν παλιά και γνώριμα. Στιγμές βασιλικές και στιγμές να ζητιανεύουν ένα κομμάτι ψωμί. Στιγμές από μια τυχαία χρονιά, έξι τυχαίων φοιτητών. Στιγμές απ’ τον Πέτρο, τον Ανέστη που αργότερα έγινε Αλέξανδρος ή Άλεξ, ή Αλεξάκης για τους φίλους, απ’ τον Αποστόλη ή Τόλη ή Τρολ, στιγμές από τα 3Φ, τη Φένια, τη Φαίη και τη Φανή. Στιγμές από τον Κύριο Καρπούζη, τον Καβάτζα, το Λύκο, τη Γατούλα, τον Μπάμπη το σουβλατζή, τον Φρανς, τη Φραντζέσκα, την κυρα-Στέλλα, τον Φριτζ, τον κυρ-Θύμιο και τις χορεύτριες τάνγκο της Σιγκαπούρης. Στιγμές που στο σύνολό τους μιλούν για τη ζωή, τον έρωτα, την αγάπη, τη φιλία, τα όνειρα, την αυτοεκτίμηση, την πίστη και την ελπίδα, το θάνατο αλλά και την ανθρώπινη ψυχή. Όλες μαζί δημιουργούν μια εικόνα, που αν είμαστε τυχεροί θα μπορούμε γέροι πια να χαζεύουμε στον ουρανό, καθώς τα χρόνια θα σβουρίζουν γύρω μας. Και εμείς θα είμαστε αργοί και κουρασμένοι. Γιατί ένα εκατομμύριο στιγμές είναι πολλές στιγμές...
>Βρείτε και το 1.000.000 στιγμές στη βάση δεδομένων της Βιβλιονέτ.
>Παραγγείλτε το και ηλεκτρονικά από τη σελίδα της Πρωτοπορίας.
>Διαβάστε κριτικές για το βιβλίο στο matia.gr, στα ιστολόγια των Δημήτρη Νίκου, Ευριδίκης Αμανατίδου, NO14ME, Μαρίας Μπάστα, Άννας Νιαράκη, Islander, στη Συλλεκτική Έκδοση και στη Metropolis. Επίσης την παρουσίαση στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας και την εξαιρετική ανάλυση της συγγραφέως Έλενας Μαρούτσου.