Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

μια μυστηριώδης υπόθεση απαγωγής

(η παρουσίαση που ακολουθεί για το μυθιστόρημα τα ουγγρικά ψάρια δημοσιεύθηκε στο paraskinio.gr, στη στήλη που επιμελείται ο συγγραφέας Δημήτρης Νίκου)

Μια περίεργη υπόθεση απαγωγής στην πόλη δίπλα στην ομιχλώδη λίμνη. Την πόλη που κάποτε ο σοφός Αλή Πασάς είχε μεριμνήσει να προστατέψει με ένα ανίκητο τείχος. Στην πόλη που τον Αύγουστο του 2011 η πηχτή ζέστη αναμιγνύεται με υποβαθμισμένα ομόλογα και κονσέρβες λιμνίσιων ψαριών.

Όλα ξεκινούν όταν ο Χάκερ, γνωστός και ως Τίτο ή Φρικάκιας, εξαφανίζεται από προσώπου γης. Ποια σκοτεινά γρανάζια μπορεί να κρύβονται πίσω από σκιώδη πέπλα μυστηρίου και μέσα στον καπνό που υπάρχει όπου υπάρχει φωτιά;

Ένας παραγνωρισμένος ποιητής. Ένας ανένταχτος μπάρμαν. Ένας πρώην παλαιστής. Μια μικρή τραγουδίστρια. Ένας τίμιος ρέφερι. Όλοι ενώνουν τις δυνάμεις τους απέναντι στον κοινό εχθρό.

Σφηνάκια, ροκ, πιστολιές, ματ, χρεωκοπίες, χειρουργοί, Λάο Τσε, γιορτές πατάτας, οφσάιντ, σκυλιά, πίτες με γύρο, μυστικοί πράκτορες, πιράνχας, αναρχικοί, ο Ρήγας Φεραίος, οι Ελ, το γκολ Σκούφαλη-Σιαλμά, το Κάρμα, η αγάπη, ο θάνατος.

"Μερικές φορές δεν έχει σημασία πόσο δυνατά μπορείς να χτυπήσεις, αλλά πόσο δυνατά μπορεί να σε χτυπήσουν και να συνεχίσεις να προχωράς", όπως είχε πει κάπου, κάποτε ένας κάποιος.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

δωρεάν ηλεκτρονικά βιβλία!


Όπως γνωρίζετε όλα τα e-books των έντυπων τίτλων μας κυκλοφορούν ελεύθερα και δωρεάν. Αυτό το κάνουμε γιατί μας αρέσει να μοιραζόμαστε πράγματα, γιατί διαβάζουμε κι εμείς πολύ ηλεκτρονικά και επειδή είναι ένας σημαντικός τρόπος προώθησης: πιστεύουμε ότι είναι τόσο καλά που αξίζουν να διαβαστούν από όσο το δυνατόν περισσότερους.


Μπορείτε να κατεβάσετε και τα πέντε βιβλία μας από τη σελίδα των βορειοδυτικών στο στο issuu και εναλλακτικά από το ebooks4greeks, το myEbooks.gr, στο free-ebooks.gr και πολλούς ακόμα ιστότοπους που μας φιλοξενούν.

*στην εικόνα η συσκευή ηλεκτρονικής ανάγνωσης Cybook Orizon

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

αγορές βιβλίων με έκπτωση και δωρεάν ταχυδρομικά

Σε περίπτωση που θέλετε να παραγγείλετε τα βιβλία μας απευθείας από εμάς, μπορείτε να το κάνετε μέσω αντικαταβολής, paypal ή κατάθεσης σε τράπεζα. Σε όλες τις περιπτώσεις δεν θα χρεωθείτε ταχυδρομικά έξοδα. Εσείς πληρώνετε μόνο την τιμή του κάθε βιβλίου και μάλιστα με 10% έκπτωση. Στείλτε την παραγγελία σας με mail στο voreiodytikes@gmail.com, δηλώνοντας και τον επιθυμητό τρόπο πληρωμής.


Ένα εκατομμύριο στιγμές, του Μιχάλη Φουντουκλή. Ένα μυθιστόρημα το οποίο σκιαγραφεί τις σχέσεις σε μια παρέα φοιτητών, υπό λοξή συγγραφική οπτική γωνία. Πολυπρόσωπο και ενίοτε δηκτικό θα σας κάνει σε πολλά σημεία να γελάστε και θα σας προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη. Τα κολάζ του εξωφύλλου ανήκουν στην Εμμανουέλα Καραγιαννάκη.

14,44 € 13 €



Καλημέρα και αντίο, της Αγγελικής Σχοινά. Η ιστορία της ηρωίδας Ζωής ξεκινάει στη χώρα μας, ταξιδεύει στο Παρίσι και επιστρέφει ξανά για ένα απροσδόκητο φινάλε. Η Ζωή θα κληθεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά της, όταν αυτά ξεπεράσουν τα όρια που τους έχει θέσει. Τον πίνακα στο εξώφυλλο έχει ζωγραφίσει η ίδια η Αγγελική, όπως και τα σχέδια που θα συναντήσετε στις σελίδες του Καλημέρα και Αντίο.

13,33 € 12 €


Οι Ναΐτες πετάχτηκαν δίπλα του δημοσιογράφου Γιώργου Τσαντίκου είναι μία συλλογή διηγημάτων που προβλέπει ότι θα επιστρέψουμε σύντομα σε δραχμές. Επίσης εξηγεί με στιβαρά επιστημονικά στοιχεία ότι η διαθεσιμότητα των κρουασάν ζαμπόν-τυρί στο στρατό είναι αντιστρόφως ανάλογη των μερών που απομένουν για να απολυθεί ένας φαντάρος. Το εξώφυλλο επιμελήθηκαν η Ελένη Λαμπροπούλου και ο Μιχάλης Φουντουκλής.

10 € 9 €

Το αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Πλιώτα, τα ουγγρικά ψάρια, επίσης προβλέπει ότι θα επιστρέψουμε σύντομα στη δραχμή. Δεν πέρασε από ιδιαίτερη διαδικασία επιλογής μιας και ο συγγραφέας είχε μέσο. Αν ανοίξετε τις σελίδες του θα πεταχτούν πιράνχας, κινήσεις ματ, καπετάνιοι της αντίστασης, το ανάποδο ψαλίδι του Σιαλμά, υπόνοιες για πραξικοπήματα και πολλή προπαγάνδα. Πολλή όμως.

13,33 € 12 €

Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

τι να κάνετε σε περίπτωση (επιλεκτικής) χρεωκοπίας


(απόσπασμα από το μυθιστόρημα τα ουγγρικά ψάρια)

Τι να κάνετε σε περίπτωση χρεωκοπίας*


ΚΑΠΟΥ ΣΤΑ ΝΟΤΙΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΠΥΡΡΟΥ
11:27 ΤΟΠΙΚΗ ΩΡΑ
ΗΛΙΟΦΑΝΕΙΑ, ΑΝΕΜΟΙ 2 ΜΠΟΦΟΡ ΑΣΘΕΝΕΙΣ


Βρισκόμουν στην άκρη ενός πεζοδρομίου. Ήταν Σάββατο πρωί στο κέντρο της αγοράς. Πλήθος παντού, ύποπτες φάτσες εναλλάσσονταν στο οπτικό μου πεδίο. Φορούσα γυαλιά ηλίου. Το ίδιο και όλοι γύρω μου. Με προσπέρασε ένας ημίτρελος τύπος με πλακάτ που έγραφε: «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ, το τέλος ακίνητης περιουσίας είναι κοντά».
Το τελευταίο μισάωρο προσποιούμουν ότι διάβαζα κηδειόσημα σε μια κολώνα της ΔΕΗ. Είχα ύφος αδιάφορο. Ύφος ότι δεν συνέβαινε τίποτα· τα σεμινάρια υποκριτικής και πάλι έσωζαν τη μέρα. Κώστας Παπαδόπουλος, 97 ετών, συνταξιούχος δάσκαλος, οι λατρευτοί συγγενείς, ανίψια, θείοι, παιδιά, σκυλιά. Ένας Έλλην λιγότερος. Αναστέναξα μοιρολατρικά. Ζέστη.
Στην πραγματικότητα δεν διάβαζα τα κηδειόσημα όπως εσφαλμένα θα νόμιζε κάθε περαστικός που με είχε δει εκείνο το πρωί. Χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, παρακολουθούσα το ακριβώς απέναντι πεζοδρόμιο. Είχα στραμμένη την προσοχή μου σ’ ένα χώρο που περίκλειε η βιτρίνα ενός μαγαζιού με υποδήματα, ένας κάδος σκουπιδιών και ένα καρτοτηλέφωνο. Μέσα σε αυτό το τρίγωνο βημάτιζε νευρικά ένας άνθρωπος φορώντας γυαλιά ηλίου, φανέλα της Εθνικής Σερβίας και έχοντας μακρόσυρτα τατουάζ στα χέρια. Ναι, ήταν ο Χάκερ.
Τράβηξε το τελευταίο τσιγάρο από ένα πακέτο και το έβαλε στα χείλη του. Όπως ταίριαζε στο ατίθασο πνεύμα του, αγνόησε την προειδοποίηση του Υπουργείου Υγείας. Τσαλάκωσε το πακέτο και το πέταξε στον κάδο. Κούνησε το κουτί με τα σπίρτα πριν το ανοίξει. Μειδιώντας έβγαλε το τελευταίο σπίρτο. Έβαλε τις χούφτες του να προστατέψει τη φλόγα.
Απ’ όσα είχε προλάβει να μου εξηγήσει σε ένα βιαστικό και τρομαγμένο μήνυμα στον τηλεφωνητή μου λίγο νωρίτερα, οι διώκτες του τον είχαν πάρει τηλέφωνο και του ζήτησαν μια συνάντηση σε δημόσιο χώρο. Μια συνάντηση που θα ξεκαθάριζε το τοπίο. Μπορεί να του έκαναν κάποια προσφορά για να ξεχάσει όσα έμαθε, μπορεί και να τον απειλούσαν. Ο Χάκερ δέχτηκε, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά. Ήθελε να καταστήσει σαφές ότι δεν τους φοβόταν. Πίστευε ότι θα αποδεικνυόταν εξυπνότερος. Ήταν σαν αίμα λιονταριού να κυλούσε στις φλέβες του. Δυστυχώς, τότε ακόμα δεν ήξερε πού είχε μπλέξει. Κανείς μας δεν ήξερε.
Εγώ, θα ήμουν η δικλείδα ασφαλείας του. Σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά θα παρέμβαινα επί τόπου ή αν ήταν πολύ σκούρα τα πράγματα θα ειδοποιούσα την αστυνομία. Επιπλέον είχα κανονίσει ότι σε ένα παρακείμενο καφέ θα ήταν κρυμμένος και ο Μάγος τη συμφωνημένη ώρα. Μαζί του θα είχε μια φωτογραφική μηχανή με τηλεφακό: θα χρειαζόμασταν κάθε στοιχείο από τη συνάντηση. Είχα φανταστεί ασπρόμαυρες φωτογραφίες κρεμασμένες σε έναν τοίχο και νήματα να συνθέτουν μια σκοτεινή ιεραρχία. Ένιωσα τις παλάμες μου να ιδρώνουν. Στην τσέπη της βερμούδας μου έκρυβα ένα σπρέι πιπεριού που είχα αγοράσει από το ebay για ένα δολάριο, χωρίς ταχυδρομικά. Μια καλή ευκαιρία. Σχεδόν τόσο καλή όσο ο φορητός φορτιστής κινητού με μανιβέλα ή ο ασύρματος αποφλοιωτής ηλιόσπορου.
Έκανε ζέστη κι είχε πολλή κίνηση. Ο κόσμος συνωστιζόταν στα πεζοδρόμια, βρισκόμασταν στην πρώτη μέρα των έκτακτων αυγουστιάτικων εκπτώσεων. Η κρίση είχε επιφέρει δραματικές ανακατατάξεις στην κοινωνία, άνθρωποι έχαναν τις δουλειές τους, μαγαζιά έβαζαν λουκέτο, φήμες για χρεωκοπία διασπείρονταν, παγόβουνα ποντίζονταν. Η αβεβαιότητα είχε απλωθεί παντού, ακόμα και οι μετοχές της εταιρείας ιχθυόσκαλας είχαν κατρακυλήσει. Πολλοί κοίταζαν, λίγοι ψώνιζαν. Εγώ προτιμούσα να κρατάω μικρό καλάθι και να μην παρασύρομαι. Μόνο δύο φορές είχα βγάλει και ξαναβάλει τα λεφτά μου στην τράπεζα. Επίσης είχα ψάξει στη συλλογή μου για παλιές δραχμές με τον Βασιλέα. Τέλος για παν ενδεχόμενο είχα κρύψει στο πατάρι γάλα σε σκόνη, μια σφυρίχτρα, μπαταρίες και μερικά χταπόδια. Σε κονσέρβα.
Η θέα μου προς τον Χάκερ ήταν διακεκομμένη. Η γαλάζια φανέλα κρυβόταν και εμφανιζόταν, σαν να πάλευε να επιπλεύσει σε μια ανταριασμένη ανθρώπινη θάλασσα. Μια εύσωμη κυρία με εμπριμέ φόρεμα στάθηκε δίπλα του για να δει τη βιτρίνα με τα παπούτσια. Μαζί της είχε ένα κοριτσάκι που κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι και μασούσε τσίχλα. Ένα άσχημο προαίσθημα ενόχλησε το πίσω μέρος του μυαλού μου. Ευχήθηκα ο Μάγος να είχε καλύτερη οπτική γωνία προς το στόχο, αν και του είχα τυφλή εμπιστοσύνη και δεν χρειαζόταν να ανησυχώ. Ο Μάγος ήταν εγγύηση για τέτοιες καταστάσεις. Στο στρατό είχε υπηρετήσει σε πτέρυγα μάχης. Μια φορά ένας ανθυπασπιστής του είχε δώσει εύσημα για τις υπηρεσίες του στο ΚΕΠΙΚ. Κατά τη διάρκεια μιας άσκησης πλωτών είχε επισκευάσει μια χαλασμένη Καναδέζα. Στο Medal of Honor 2 είχε σκοτώσει εκατοντάδες Ναζί. Αναμφίβολα σε περίπτωση κήρυξης πολέμου θα ήταν από τους πρώτους που θα επιστρατεύονταν.
Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή έριξα το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο γιατί είχε αρχίσει να μουδιάζει. Θυμάμαι ότι μόλις τότε είδα καθαρά το πρόσωπο του Χάκερ στο απέναντι πεζοδρόμιο. Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι άκουγα τις ανάσες του. Ο Χάκερ κοίταζε κάπου προς τα δεξιά, οι γραμμές του μετώπου του γαλήνιες. Το τσιγάρο στο στόμα του είχε σχεδόν σωθεί. Στην πλάτη του η γαλάζια φανέλα είχε το νούμερο 8, Ματίας Κέζμαν. Φορούσε αυτή τη φανέλα έξω για καφέ, και στους αγώνες της τοπικής ομάδας, και όταν πηγαίναμε για 5Χ5, και όταν παίζαμε πινγκ-πονγκ, και στο καρναβάλι, και στα πανηγύρια, και στις συγκεντρώσεις του Καραμανλή. Τα τατουάζ σαν φίδια ξεπρόβαλαν απ’ τα μανίκια και κατέληγαν στους καρπούς του. Νομίζω στην άκρη των χειλιών του είχε σχηματιστεί ένα χαμόγελο. Έτσι ακριβώς τον θυμάμαι πριν συμβεί το αδιανόητο.
Τα πάντα εξελίχθηκαν σε αργή κίνηση. Πρώτα άκουσα τα ανατριχιαστικά στριγκλίσματα και αμέσως μετά είδα ένα λευκό βαν να στρίβει με ταχύτητα απ’ τη γωνία. Από το σημείο όπου ήμουν μπορούσα να διακρίνω μόνο τον οδηγό. Τα χαρακτηριστικά του χαράχτηκαν στη μνήμη μου. Μετά τα ξέχασα. Το βαν σταμάτησε ακριβώς απέναντι μου, εμποδίζοντας τη θέα προς τον Χάκερ. Μια χορδή κόπηκε μέσα μου. Άκουσα το κοριτσάκι με το μπαλόνι να ουρλιάζει τρομαγμένο. Ακολούθησε ένας απαίσιος γδούπος και πνιχτοί ήχοι πάλης. Μια συρόμενη πόρτα άνοιξε κι έκλεισε με πάταγο. Αμέσως μετά το λευκό βαν ανέπτυξε ταχύτητα, παραβίασε έναν ερυθρό σηματοδότη και εξαφανίστηκε στο βάθος του δρόμου. Όλα έγιναν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Κοίταξα απέναντι με αγωνία. Το καρτοτηλέφωνο στη θέση του. Το κοριτσάκι έκλαιγε γιατί της είχε φύγει το μπαλόνι απ’ το χέρι και η μητέρα της την κατσάδιαζε. Κόσμος περπατούσε βιαστικά μπροστά απ’ τη βιτρίνα με τα παπούτσια, το μπαλόνι πετούσε πια πάνω απ’ τις ταράτσες των πολυκατοικιών.
Και ο Χάκερ είχε εξαφανιστεί.


*όσα γράφονται στο κεφάλαιο που ακολουθεί είναι αυθαίρετες προσωπικές εκτιμήσεις του συγγραφέα και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθούν ως οικονομικές συμβουλές ή ως προτροπή για την τέλεση αξιόποινων πράξεων

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

νέοι εκδοτικοί οίκοι

Ακολουθεί ένα άρθρο της Σταυρούλας Παπασπύρου (όπως δημοσιεύθηκε πριν λίγες μέρες στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία) για τους νέους εκδοτικούς οίκους που αναδύθηκαν εν μέσω κρίσης. Υπάρχει μια μικρή αναφορά στις βορειοδυτικές και όπως θα διαπιστώσετε, κάθε άλλο παρά λίγες είναι προσπάθειες που ξεκίνησαν αυτή την περίοδο (προφανώς ξεχωρίζει το Τετράγωνο που ήδη έχει κάνει πολύ και καλή δουλειά και αυτό φαίνεται). Ευχόμαστε σε όλους επιτυχία!


«Αποτύπωμα», «Τετράγωνο», «Εκπληξη», «Οκτώ», «Ο Κήπος με τις Λέξεις», «Κίχλη», «Ουράνιο Τόξο», «Κόκκινο», «Κόκκινη κλωστή δεμένη», «Νόβολι», «Asprimera», «Βορειοδυτικές εκδόσεις», «Μακόντο», «Δήγμα», «Στάσει εκπίπτοντες», «Θαλασσί...» Ιδού μερικά καινούρια ονόματα που ήρθαν να προστεθούν τελευταία στο εκδοτικό τοπίο, στην πιο ευάλωτη στιγμή του, ενώ οι τζίροι των μεγάλων, καθιερωμένων οίκων μειώνονται, οι δανειακοί τους δείκτες επιδεινώνονται και οι ζημίες τους πιάνουν κορυφή.

Ο Νίκος Μουρατίδης ίδρυσε το «Τετράγωνο»

Ο Νίκος Μουρατίδης ίδρυσε το «Τετράγωνο» Αλλοι από τους νεοφερμένους επενδύουν στο παιδικό ή το επιστημονικό βιβλίο, άλλοι στη λογοτεχνία, το δοκίμιο ή τη μαγειρική. Κι αν η έδρα των περισσότερων βρίσκεται στην Αθήνα, δεν λείπουν κι εκείνοι που εδρεύουν στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, την Καλαμάτα, τα Γιάννενα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΚΕΒΙ, μεταξύ 2008 και 2010 σημειώθηκαν πάνω από τριακόσιες νέες αφίξεις. Ο αριθμός, ωστόσο, δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει. Οποιοσδήποτε μπορεί να προβεί στην επαγγελματική έκδοση ενός βιβλίου. Το θέμα είναι να έχει συστηματική παρουσία ως «οίκος», διεκδικώντας έτσι ένα μερίδιο στη βιβλιαγορά. Κάτι που σε συνθήκες ύφεσης, απαιτεί ακόμα περισσότερο ρίσκο κι ακόμη περισσότερη δουλειά. «Οι ατομικές ή οι μικρές οικογενειακές εκδοτικές επιχειρήσεις ανέκαθεν αφθονούσαν στην Ελλάδα» λέει ο Πέτρος Σταθάτος, με τριάντα πέντε χρόνια θητείας στο χώρο. «Κι όντως, τα έξοδα δεν είναι απαγορευτικά. Οι ψηφιακές άλλωστε εκτυπώσεις έχουν κατεβάσει το κόστος στα 3,5 ευρώ ανά αντίτυπο. Προσωπικά όμως, αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να σταθώ ως πρωτοεμφανιζόμενος σήμερα, δίχως τις σχέσεις που έχω σφυρηλατήσει μια ζωή, με βιβλιοπώλες, τυπογράφους, δημοσιογράφους, διανομείς...».

Πρώην επικεφαλής της «Σύγχρονης Εποχής» και δημιουργός παλιότερα του «Δελφίνι», ο Σταθάτος ίδρυσε το 2009 τον «Νόβολι» εστιάζοντας κυρίως στο δοκίμιο. Ενα είδος στο οποίο δεν σημειώνονται υψηλές πωλήσεις, αλλά που «διατηρεί το δικό του, σταθερό κοινό». Από τους 24 τίτλους που έχουν κυκλοφορήσει έως τώρα, τη μεγαλύτερη απήχηση είχαν το «Εξηγώντας την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και του κομμουνισμού στην εγγονή μου» του γάλλου ιστορικού Μαρκ Φερό και ο συλλογικός τόμος «2010: Κρίση ευρωζώνης», σε επιμέλεια του καθηγητή Κώστα Λαπαβίτσα. Σ' αυτόν, μια σειρά από οικομολόγους του Πανεπιστημίου του Λονδίνου ισχυρίζεται πως η λύση για το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι είτε η δομική μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, είτε η έξοδός μας από το ευρώ. «Ηταν από τα πρώτα βιβλία που κυκλοφόρησαν για την κρίση κι έχει φτάσει αισίως τα 6.000 αντίτυπα» λέει ο Σταθάτος, ο οποίος μπορεί να μην έχει δει δραστική μείωση του κύκλου εργασιών του, αλλά το ζεστό χρήμα που φτάνει στα χέρια του λιγοστεύει διαρκώς.

Αν στον κατάλογο του «Νόβολι» συναντάμε κι άλλα δοκίμια γύρω από την οπαδική βία, τον πολιτισμό του θεάματος ή την κατάθλιψη, καθώς και πεζά του Θανάση Σκρουμπέλου ή της Ζοζιάν Μπαλασκό, σ' εκείνον του «Μακόντο» υπάρχει ένας και μοναδικός συγγραφέας, ο «διεθνής» μας Πάνος Καρνέζης, που γράφει απ' ευθείας στ' αγγλικά. Ενα νεανικό πρόσωπο, όμως, συγκροτεί για την ώρα κι όλο το δυναμικό του οίκου, η Βάνα Αυγερινού. Με σπουδές αγγλικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική της Αθήνας, η τελευταία φιλοδοξούσε ν' ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα. Εξ ου και το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, με θέμα τη στάση των εγγλέζων εκδοτών απέναντι στο διήγημα.

«Καθώς το προχωρούσα», λέει, «είχα την τύχη να εργαστώ ως μαθητευόμενη σε οίκους όπως ο Random House, ο Granta και ο Bloomsbury, ενώ μια περίοδο έλεγχα και τις ελληνικές μεταφράσεις των βιβλίων που προωθούνταν στην Ελλάδα μέσω του λογοτεχνικού πρακτορείου Willy Agency. Κάπως έτσι άρχισε να ωριμάζει μέσα μου η ιδέα να επιστρέψω και να στραφώ προς τον εκδοτικό χώρο. Κι όταν κατάλαβα πόσο δύσκολο είναι να εισχωρήσω σ' αυτόν ως μεταφράστρια, έβαλα ό,τι οικονομίες είχα για να στήσω μια δική μου δουλειά, όπου θα συνέχιζα να μεταφράζω τους συγγραφείς που αγαπώ».

Καθοριστικό ρόλο, βέβαια, στην απόφασή της έπαιξε η εμπιστοσύνη που της έδειξε ο Πάνος Καρνέζης, αναθέτοντάς της το σύνολο του έως τώρα έργου του. Ανύποπτη για τα πλοκάμια της γραφειοκρατίας που έμελλε να συναντά σε κάθε της βήμα και ξαφνιασμένη από το πόσο λίγο διαδεδομένη είναι η χρήση του e-mail («σε αντίθεση με το fax..»), η Αυγερινού προσγειώθηκε σ' ένα άγνωστο σύμπαν, και μάλιστα στεγνό από ρευστό, χωρίς ωστόσο να καμφθεί το ηθικό της. Οπως παραδέχεται, «δεν υπάρχουν περιθώρια για νέες εκδόσεις στο άμεσο μέλλον», αλλά ο στόχος παραμένει: να γίνει το «Μακόντο» γέφυρα ανάμεσα στο νεανικό κοινό και την αγγλοσαξονική λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Και ήδη στα συρτάρια της βρίσκονται ολοκληρωμένες δύο δικές της μεταφράσεις, του Χένρι Τζέιμς και του Γκράχαμ Γκριν.

Τι κεφάλαιο άραγε απαιτείται για να δημιουργεί ένας νέος οίκος; Για την Αυγερινού, «τουλάχιστον 10.000 ευρώ». Γιά τον Νίκο Μουρατίδη, πάντως, «μια σοβαρή επένδυση αντιστοιχεί στις 250.000»! Ποιος θα περίμενε ότι ο γνωστός ραδιοφωνικός παραγωγός, διάσημος από τις συμμετοχές σε τηλεοπτικά τάλεντ-σόου, θα διοχέτευε μια περιουσία για να ιδρύσει το «Τετράγωνο» Κι όμως το φλερτ του με τα βιβλία κρατάει από τα εφηβικά του χρόνια, διηγήματά του δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία του '70 σε λογοτεχνικά περιοδικά, κι ως την έκδοση απ' τον δικό του οίκο της «Βραχονησίδας» και του «Εγώ ήμουν αντράκι», είχε πίσω του δύο μυθιστορήματα ακόμη, για παιδιά.

Στον αντίποδα άλλων επιχειρήσεων, όπως η «Publibook» ή ο «Οσελότος», που ακολουθούν την πρακτική των αυτοεκδόσεων, «εμείς δεν επιβαρύνουμε καθόλου τους συγγραφείς μας οικονομικά» διευκρινίζει ο Μουρατίδης. «Προσφέρουμε καταφύγιο σ' όσους διώχνουν οι μεγάλοι εκδότες, κι είμαστε ανοιχτοί σε κάθε είδος, και στην πεζογραφία και στην ποίηση και στο παιδικό. Παίρνουμε ρίσκα και ανταμειβόμαστε! Η Στέργια Κάββαλου, για παράδειγμα, με τη συλλογή διηγημάτων της "Αλτσχάιμερ Trance" ήταν φέτος υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα τού "Διαβάζω". Ενώ κι η ΕΒΓΕ βράβευσε πρόσφατα το εξώφυλλο της "Μάγισσας Ανακατωσούρα..." με τις ζωγραφιές της Σοφίας Γαλή».

Η δημιουργία του «Τετραγώνου» ήταν, όπως λέει, «ένα απολύτως αθώο εγχείρημα. Αγνοώντας ουσιαστικά το χώρο κι έτσι λαίμαργος που είμαι, στην αρχή παρασύρθηκα κι έβγαλα πολλά. Για το φθινόπωρο όμως προγραμματίζω μόλις 4-5 νέα βιβλία, και θ' ασχοληθώ περισσότερο με τα υπάρχοντα. Εχω απογοητευτεί πολύ από τη συνεργασία με τα βιβλιοπωλεία. Οταν μας ζητήσουν κάτι δικό σας θα σας το παραγγείλουμε, λένε. Ούτε ένα αντίτυπο δεν είναι διατεθειμένοι να προμηθευτούν... Ευτυχώς, βρήκα την υγειά μου με το facebook και τα blogs, εργαλεία πολύ αποτελεσματικά!»

Ο Μουρατίδης ως εκδότης ενδιαφέρεται μόνο για ελληνικές υπογραφές. Το ίδιο και ο νεαρός Γιάννης Πλιώτας, που δημιούργησε στα Γιάννενα τις «Βορειοδυτικές εκδόσεις», προσανατολισμένες στο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα. Κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του «Κόκκινου», που έκανε αισθητή την εμφάνισή του με υπέροχα εικονογραφημένα και μεστά σε νόημα παραμύθια, όπως το «Ενα λιοντάρι στο Παρίσι» της Μπεατρίς Αλεμανιά ή ο «Γυμνός βασιλιάς» του Μπρουνό Γκιμπέρ. Μόνο που εδώ, επικεφαλής είναι μια Γαλλίδα, η Νοεμί Σματζά, η οποία εγκατέλειψε το πόστο της στη France Telecom κι ακολούθησε τον σύζυγό της στον τόπο καταγωγής του, την Καλαμάτα, αποφασισμένη να μεγαλώσει τις κόρες της στο ήρεμο περιβάλλον της επαρχίας υλοποιώντας ταυτόχρονα το παιδικό της όνειρο. Ποιος είπε ότι κρίση λειτουργεί μόνο ανασταλτικά;

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

τι να κάνετε σε περίπτωση χρεωκοπίας


(απόσπασμα από το μυθιστόρημα τα ουγγρικά ψάρια)

Τι να κάνετε σε περίπτωση χρεωκοπίας*



ΚΑΠΟΥ ΣΤΑ ΝΟΤΙΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΠΥΡΡΟΥ
11:27 ΤΟΠΙΚΗ ΩΡΑ

ΗΛΙΟΦΑΝΕΙΑ, ΑΝΕΜΟΙ 2 ΜΠΟΦΟΡ ΑΣΘΕΝΕΙΣ


Βρισκόμουν στην άκρη ενός πεζοδρομίου. Ήταν Σάββατο πρωί στο κέντρο της αγοράς. Πλήθος παντού, ύποπτες φάτσες εναλλάσσονταν στο οπτικό μου πεδίο. Φορούσα γυαλιά ηλίου. Το ίδιο και όλοι γύρω μου. Με προσπέρασε ένας ημίτρελος τύπος με πλακάτ που έγραφε: «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ, το τέλος ακίνητης περιουσίας είναι κοντά».
Το τελευταίο μισάωρο προσποιούμουν ότι διάβαζα κηδειόσημα σε μια κολώνα της ΔΕΗ. Είχα ύφος αδιάφορο. Ύφος ότι δεν συνέβαινε τίποτα· τα σεμινάρια υποκριτικής και πάλι έσωζαν τη μέρα. Κώστας Παπαδόπουλος, 97 ετών, συνταξιούχος δάσκαλος, οι λατρευτοί συγγενείς, ανίψια, θείοι, παιδιά, σκυλιά. Ένας Έλλην λιγότερος. Αναστέναξα μοιρολατρικά. Ζέστη.
Στην πραγματικότητα δεν διάβαζα τα κηδειόσημα όπως εσφαλμένα θα νόμιζε κάθε περαστικός που με είχε δει εκείνο το πρωί. Χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, παρακολουθούσα το ακριβώς απέναντι πεζοδρόμιο. Είχα στραμμένη την προσοχή μου σ’ ένα χώρο που περίκλειε η βιτρίνα ενός μαγαζιού με υποδήματα, ένας κάδος σκουπιδιών και ένα καρτοτηλέφωνο. Μέσα σε αυτό το τρίγωνο βημάτιζε νευρικά ένας άνθρωπος φορώντας γυαλιά ηλίου, φανέλα της Εθνικής Σερβίας και έχοντας μακρόσυρτα τατουάζ στα χέρια. Ναι, ήταν ο Χάκερ.
Τράβηξε το τελευταίο τσιγάρο από ένα πακέτο και το έβαλε στα χείλη του. Όπως ταίριαζε στο ατίθασο πνεύμα του, αγνόησε την προειδοποίηση του Υπουργείου Υγείας. Τσαλάκωσε το πακέτο και το πέταξε στον κάδο. Κούνησε το κουτί με τα σπίρτα πριν το ανοίξει. Μειδιώντας έβγαλε το τελευταίο σπίρτο. Έβαλε τις χούφτες του να προστατέψει τη φλόγα.
Απ’ όσα είχε προλάβει να μου εξηγήσει σε ένα βιαστικό και τρομαγμένο μήνυμα στον τηλεφωνητή μου λίγο νωρίτερα, οι διώκτες του τον είχαν πάρει τηλέφωνο και του ζήτησαν μια συνάντηση σε δημόσιο χώρο. Μια συνάντηση που θα ξεκαθάριζε το τοπίο. Μπορεί να του έκαναν κάποια προσφορά για να ξεχάσει όσα έμαθε, μπορεί και να τον απειλούσαν. Ο Χάκερ δέχτηκε, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά. Ήθελε να καταστήσει σαφές ότι δεν τους φοβόταν. Πίστευε ότι θα αποδεικνυόταν εξυπνότερος. Ήταν σαν αίμα λιονταριού να κυλούσε στις φλέβες του. Δυστυχώς, τότε ακόμα δεν ήξερε πού είχε μπλέξει. Κανείς μας δεν ήξερε.
Εγώ, θα ήμουν η δικλείδα ασφαλείας του. Σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά θα παρέμβαινα επί τόπου ή αν ήταν πολύ σκούρα τα πράγματα θα ειδοποιούσα την αστυνομία. Επιπλέον είχα κανονίσει ότι σε ένα παρακείμενο καφέ θα ήταν κρυμμένος και ο Μάγος τη συμφωνημένη ώρα. Μαζί του θα είχε μια φωτογραφική μηχανή με τηλεφακό: θα χρειαζόμασταν κάθε στοιχείο από τη συνάντηση. Είχα φανταστεί ασπρόμαυρες φωτογραφίες κρεμασμένες σε έναν τοίχο και νήματα να συνθέτουν μια σκοτεινή ιεραρχία. Ένιωσα τις παλάμες μου να ιδρώνουν. Στην τσέπη της βερμούδας μου έκρυβα ένα σπρέι πιπεριού που είχα αγοράσει από το ebay για ένα δολάριο, χωρίς ταχυδρομικά. Μια καλή ευκαιρία. Σχεδόν τόσο καλή όσο ο φορητός φορτιστής κινητού με μανιβέλα ή ο ασύρματος αποφλοιωτής ηλιόσπορου.
Έκανε ζέστη κι είχε πολλή κίνηση. Ο κόσμος συνωστιζόταν στα πεζοδρόμια, βρισκόμασταν στην πρώτη μέρα των έκτακτων αυγουστιάτικων εκπτώσεων. Η κρίση είχε επιφέρει δραματικές ανακατατάξεις στην κοινωνία, άνθρωποι έχαναν τις δουλειές τους, μαγαζιά έβαζαν λουκέτο, φήμες για χρεωκοπία διασπείρονταν, παγόβουνα ποντίζονταν. Η αβεβαιότητα είχε απλωθεί παντού, ακόμα και οι μετοχές της εταιρείας ιχθυόσκαλας είχαν κατρακυλήσει. Πολλοί κοίταζαν, λίγοι ψώνιζαν. Εγώ προτιμούσα να κρατάω μικρό καλάθι και να μην παρασύρομαι. Μόνο δύο φορές είχα βγάλει και ξαναβάλει τα λεφτά μου στην τράπεζα. Επίσης είχα ψάξει στη συλλογή μου για παλιές δραχμές με τον Βασιλέα. Τέλος για παν ενδεχόμενο είχα κρύψει στο πατάρι γάλα σε σκόνη, μια σφυρίχτρα, μπαταρίες και μερικά χταπόδια. Σε κονσέρβα.
Η θέα μου προς τον Χάκερ ήταν διακεκομμένη. Η γαλάζια φανέλα κρυβόταν και εμφανιζόταν, σαν να πάλευε να επιπλεύσει σε μια ανταριασμένη ανθρώπινη θάλασσα. Μια εύσωμη κυρία με εμπριμέ φόρεμα στάθηκε δίπλα του για να δει τη βιτρίνα με τα παπούτσια. Μαζί της είχε ένα κοριτσάκι που κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι και μασούσε τσίχλα. Ένα άσχημο προαίσθημα ενόχλησε το πίσω μέρος του μυαλού μου. Ευχήθηκα ο Μάγος να είχε καλύτερη οπτική γωνία προς το στόχο, αν και του είχα τυφλή εμπιστοσύνη και δεν χρειαζόταν να ανησυχώ. Ο Μάγος ήταν εγγύηση για τέτοιες καταστάσεις. Στο στρατό είχε υπηρετήσει σε πτέρυγα μάχης. Μια φορά ένας ανθυπασπιστής του είχε δώσει εύσημα για τις υπηρεσίες του στο ΚΕΠΙΚ. Κατά τη διάρκεια μιας άσκησης πλωτών είχε επισκευάσει μια χαλασμένη Καναδέζα. Στο Medal of Honor 2 είχε σκοτώσει εκατοντάδες Ναζί. Αναμφίβολα σε περίπτωση κήρυξης πολέμου θα ήταν από τους πρώτους που θα επιστρατεύονταν.
Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή έριξα το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο γιατί είχε αρχίσει να μουδιάζει. Θυμάμαι ότι μόλις τότε είδα καθαρά το πρόσωπο του Χάκερ στο απέναντι πεζοδρόμιο. Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι άκουγα τις ανάσες του. Ο Χάκερ κοίταζε κάπου προς τα δεξιά, οι γραμμές του μετώπου του γαλήνιες. Το τσιγάρο στο στόμα του είχε σχεδόν σωθεί. Στην πλάτη του η γαλάζια φανέλα είχε το νούμερο 8, Ματίας Κέζμαν. Φορούσε αυτή τη φανέλα έξω για καφέ, και στους αγώνες της τοπικής ομάδας, και όταν πηγαίναμε για 5Χ5, και όταν παίζαμε πινγκ-πονγκ, και στο καρναβάλι, και στα πανηγύρια, και στις συγκεντρώσεις του Καραμανλή. Τα τατουάζ σαν φίδια ξεπρόβαλαν απ’ τα μανίκια και κατέληγαν στους καρπούς του. Νομίζω στην άκρη των χειλιών του είχε σχηματιστεί ένα χαμόγελο. Έτσι ακριβώς τον θυμάμαι πριν συμβεί το αδιανόητο.
Τα πάντα εξελίχθηκαν σε αργή κίνηση. Πρώτα άκουσα τα ανατριχιαστικά στριγκλίσματα και αμέσως μετά είδα ένα λευκό βαν να στρίβει με ταχύτητα απ’ τη γωνία. Από το σημείο όπου ήμουν μπορούσα να διακρίνω μόνο τον οδηγό. Τα χαρακτηριστικά του χαράχτηκαν στη μνήμη μου. Μετά τα ξέχασα. Το βαν σταμάτησε ακριβώς απέναντι μου, εμποδίζοντας τη θέα προς τον Χάκερ. Μια χορδή κόπηκε μέσα μου. Άκουσα το κοριτσάκι με το μπαλόνι να ουρλιάζει τρομαγμένο. Ακολούθησε ένας απαίσιος γδούπος και πνιχτοί ήχοι πάλης. Μια συρόμενη πόρτα άνοιξε κι έκλεισε με πάταγο. Αμέσως μετά το λευκό βαν ανέπτυξε ταχύτητα, παραβίασε έναν ερυθρό σηματοδότη και εξαφανίστηκε στο βάθος του δρόμου. Όλα έγιναν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Κοίταξα απέναντι με αγωνία. Το καρτοτηλέφωνο στη θέση του. Το κοριτσάκι έκλαιγε γιατί της είχε φύγει το μπαλόνι απ’ το χέρι και η μητέρα της την κατσάδιαζε. Κόσμος περπατούσε βιαστικά μπροστά απ’ τη βιτρίνα με τα παπούτσια, το μπαλόνι πετούσε πια πάνω απ’ τις ταράτσες των πολυκατοικιών.
Και ο Χάκερ είχε εξαφανιστεί.


*όσα γράφονται στο κεφάλαιο που ακολουθεί είναι αυθαίρετες προσωπικές εκτιμήσεις του συγγραφέα και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθούν ως οικονομικές συμβουλές ή ως προτροπή για την τέλεση αξιόποινων πράξεων

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

ωραίες Κυριακές καλοκαιριού



Μ
ε υπέροχα τραγούδια σαν αυτό. Ελπίζουμε το post να σας βρίσκει σε παραλία ή κάπου ειδυλλιακά για καφέ. Σήμερα έχει γενέθλια και η δικιά μας Αγγελική, η συγγραφέας του Καλημέρα και Αντίο. Χρόνια πολλά Αγγελική, πάντα δημιουργικά!

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Καλημέρα και Αντίο (στην παραλία)


Καλημέρα! Πολλοί θα ετοιμάζονται για οτιδήποτε μοιάζει με παραλία αυτό το σαββατοκύριακο, μιας και η θερμοκρασία κινείται σε εξωφρενικά επίπεδα. Ευχαριστούμε τη φίλη Ματίνα για την υπέροχη φωτογραφία στην παραλία με συντροφιά το Καλημέρα και αντίο της Αγγελικής Σχοινά. Ευχόμαστε σε όλους μια απόδραση τις επόμενες μέρες, έστω και με τη σκέψη.


Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Πόσα γνωρίζετε για τα λεφτά;

1

Όπου ο Γιάννης δέχεται μια πολύ παράξενη επίσκεψη



Ήταν αρχές Αυγούστου και έκανε ζέστη. Πηχτή. Εγώ περνούσα τις ώρες μου γράφοντας ποίηση που κάποια μέρα σκόπευα να εκδώσω μέσω ενός γνωστού που έχει φίλο έναν εκδότη. Κατά τη γνώμη μου δεν είχα αγγίξει ακόμα το απόγειο του ταλέντου μου, αλλά οπωσδήποτε διατηρούμουν σταθερά πάνω από το μέσο όρο των υπόλοιπων συγγραφέων. Τα ποιήματά μου είχαν συνήθως θέμα την αγάπη ή το θάνατο, ή έναν καλοζυγισμένο συνδυασμό αυτών των δύο.

Αγάπη και θάνατος/ Θάνατος και αγάπη/
Πόσο πέθανα αγαπώντας σε
Μα ήρθε ένα ακρογιάλι/ Το είδα από μακριά με κιάλι
Ξαπλώνω στο ντιβάνι/ Κρύο έχει βάνει

Για τις καθημερινές ανάγκες μου συνήθιζα να βγαίνω στο μπαλκόνι με το φορητό υπολογιστή, μιας και έκλεβα ίντερνετ από έναν αδαή γείτονα. Επίσης σε ένα από τα διαμερίσματα της απέναντι πολυκατοικίας ζούσε μια ντροπαλή φοιτήτρια που περνούσε τις περισσότερες ώρες διαβάζοντας, συγυρίζοντας και βλέποντας τηλεόραση. Δυστυχώς –για κάποιον ανεξήγητο λόγο– έκανε συνήθως όλα τα παραπάνω με κλειστές κουρτίνες. Εγώ βέβαια, ως άνθρωπος του πνεύματος, λίγη σημασία έδινα σε τέτοιες μικροαστικές συμπεριφορές. Σχεδόν αγανακτισμένος επέστρεψα και το τηλεσκόπιο που είχα αγοράσει από το μαγαζί αστρονομίας.
Τον Μάγο δεν τον έβλεπα συχνά. Τον τελευταίο καιρό είχε πιάσει δουλειά ως μπάρμαν σ’ ένα παρηκμασμένο ροκάδικο και καμάκωνε οποιοδήποτε θηλυκό αποτολμούσε έστω και να πλησιάσει σε ακτίνα λίγων μέτρων. Αράδιαζε φανφαρόνικους μονολόγους για φιλοσοφία, σοδιαλισμό, τανκς και ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο. Αφηγούνταν με ζέση ιστορίες από συναυλίες των Σκόρπιονς και του Τζιμ Μόρισον, ενώ παρασκεύαζε μυστηριώδη ποτά που υποτίθεται είχε μάθει από ημίγυμνους αυτόχθονες στα λιμάνια της Παραγουάης (μην το ψάξετε, δεν έχει θάλασσα). Γυρνούσε κάθε πρωί σπίτι τύφλα και ποτέ δεν προλάβαινε να φτάσει παραπέρα από τον καναπέ του σαλονιού. Μερικές φορές ούτε εκεί.
Οι υπόλοιποι φίλοι μας ήταν παντρεμένοι, είχαν κρυφτεί στις τρύπες τους, άφησαν τα χρόνια να τους καταπλακώσουν και αποφεύγαμε να μαθαίνουμε νέα τους. Αν οι άνθρωποι θέλουν να χαθούν, χάνονται. Εγώ και ο Μάγος είχαμε σεβαστεί την επιθυμία τους να γλιστρήσουν στο περιθώριο.
Οι ζωές μας κυλούσαν ήσυχα. Απλά. Λιτά. Δωρικά. Κανείς δεν υποψιαζόταν την ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ευτυχισμένης καθημερινότητάς μας. Ώσπου, συνέβη ένα λάθος. Ένα λάθος από αυτά που συμβαίνουν και στην αρχή υποτιμάς τη σημασία τους. Όμως είναι αρκετό για να στρέψει τα πάντα προς τη χειρότερη δυνατή πορεία. Είναι ο αναπόδραστος νόμος του Μέρφυ.


Η καταστροφική αλληλουχία γεγονότων ξεκίνησε με ένα τηλεφώνημα στο σπίτι μου, ακριβώς τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Είχα αποκοιμηθεί μόλις πριν λίγα λεπτά προσπαθώντας να διαβάσω λίγες σελίδες από έναν ακόμα παχύ τόμο που μου είχε δανείσει με το ζόρι ο Μάγος. Κάθε φορά που τον έπαιρνα στα χέρια μου, ερχόμουν αντιμέτωπος με το βλοσυρό βλέμμα ένας μουσάτου τύπου στο εξώφυλλο. Και μετά το περιεχόμενο. Αααχ… Το περιεχόμενο... Από τις πρώτες λέξεις ένας πονοκέφαλος σφυροκοπούσε το εσωτερικό του κεφαλιού μου. Όσες παραγράφους κι αν διάβαζα πάλι δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν με το καθεστώς και ποιος όχι.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου ήταν επίμονο, κάτι απροσδιόριστο κρυβόταν μέσα του. Αναδύθηκα με άφατο κόπο από τον ύπνο και χρειάστηκα κάμποσα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω ότι βρισκόμουν στο κρεβάτι μου και όχι σ’ ένα βρομερό χειρουργικό τραπέζι στη Βομβάη. Για καλό και για κακό ψηλάφισα το στέρνο μου για πρόσφατες ραφές. Δεν ήταν λίγες οι ιστορίες που είχα ακούσει για απαγωγές ανυποψίαστων πολιτών και κλοπές νεφρών. Αυτά συμβαίνουν.
Ακόμα μπερδεμένος, σήκωσα το ακουστικό και το έφερα στο αυτί μου. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκαν ηλεκτρονικοί βόμβοι και διακόπτες που ανεβοκατέβαιναν. Παράσιτα. Θόρυβος. Μπουκαπόρτες που ανοιγόκλειναν, πιστόνια που παλινδρομούσαν. Πριν καταλάβω κάτι συγκεκριμένο, μια αλλοιωμένη φωνή μίλησε ψιθυριστά: «Έλα Γιάννη. Με ακούς;»
Κοίταξα το ακουστικό εκνευρισμένος. Ποιος διάολος ήταν τρεις η ώρα το βράδυ;
«Εγώ είμαι ρε. Με ακούς;» επανέλαβε η φωνή, αμελώντας να δώσει περισσότερα στοιχεία για την ταυτότητά της. Αισθάνθηκα όπως όταν μια φορά στην Πάτρα με είχε πάρει κάποιος και μου είπε: Έλα, ο Αντρέας είμαι. Δεν το ανάλυσα περαιτέρω.
«Ναι, έλα. Σε ακούω», είπα.
«Ωραία», είπε η άγνωστη φωνή, εμφανώς ανακουφισμένη και συνέχισε ψιθυριστά: «Άκουσέ με προσεκτικά. Μπήκα στα αρχεία τους, έσπασα την ασφάλειά τους. Είδα απαγορευμένα πράγματα. Είναι εκεί. Τα είδα σου λέω!»
Τώρα κάπως ξεκαθάριζαν τα πράγματα. Προφανώς ήταν ο Χάκερ, ένας παλιός φίλος μου, γνωστός και ως Φρικάκιας, παρατσούκλι που είχε κολλήσει σε κάποια φυλακή. Ένας τύπος δυσπροσδιόριστος και αινιγματικός, που από τη μία φαινόταν καλοσυνάτος και από την άλλη έδινε την εντύπωση ότι θα άρχιζε να σε γρονθοκοπεί χωρίς αφορμή. Κοντοκουρεμένος ξανθός, μουστάκια αμερικάνικου νότου, τετράγωνοι ώμοι και δύο τατουάζ που διέσχιζαν κατά μήκος τα χέρια του και ποιος ξέρει μέχρι πού έφταναν. Συνήθως φορούσε φανέλες της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας ή της Λάτσιο. Λέγεται ότι παλιά είχε πολεμήσει με συμμορίες σε φαβέλες. Ότι είχε μπλεχτεί σε ξεκαθαρίσματα της μαφίας. Ότι είχε επικηρυχθεί για πειρατεία στις ολλανδικές Αντίλλες. Πάντως, τα τελευταία χρόνια είχε ειδικευτεί στο χάκινγκ, στην αποδόμηση τειχών προστασίας και στο chat roulette. Ένας μοναχικός καουμπόι.
«Έλα ρε Χάκερ. Τι λέει; Γιατί παίρνεις τέτοια ώρα; Ανησύχησα», είπα μολονότι δεν είχα ανησυχήσει ιδιαίτερα. Τα σεμινάρια υποκριτικής που είχα παρακολουθήσει πριν δύο χρόνια με βοηθούσαν σε ανάλογες περιπτώσεις.
«Άκουσέ με προσεκτικά», είπε ο Χάκερ και τα λόγια του διαδέχθηκε βαθιά σιωπή. Κύλησαν κάμποσα δευτερόλεπτα. Τελικά μίλησα εγώ:
«Ε, άντε ρε. Σε ακούω. Πες».
«Άκουσέ με πολύ προσεκτικά Γιάννη», επανέλαβε ο Χάκερ βαθαίνοντας τη φωνή του.
Αναστέναξα. Ήξερα ότι αυτή η ανοησία μπορεί να συνεχιζόταν για πολλή ώρα. Μερικές φορές ο Χάκερ κολλούσε και επαναλάμβανε τις ίδιες φράσεις, ένα κουσούρι που είχε αποκτήσει από την ενασχόλησή του με τα κομπιούτερς. Μερικές φορές νόμιζα ότι σταδιακά εξελισσόταν σε έναν τετραπύρηνο υπεράνθρωπο-μηχανή.
«Άκουσέ με πάρα πολύ προσεκτικά Γιάννη», είπε πάλι ο Χάκερ επιβεβαιώνοντας τη σκέψη μου. Ευτυχώς ήξερα πώς να τον ξεκολλήσω:
«Έλα Χάκερ, reset. Πάμε πάλι απ’ την αρχή».
«Εντάξει, εντάξει το έχω. Άκου. Πρέπει να συναντηθούμε. Αμέσως. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Ή και ακόμα παραπάνω».
Χμ… Δεν ήξερα τι συμπέρασμα να βγάλω από εκείνα τα λόγια. Αν ήμασταν ήρωες ταινίας ή βιβλίου ίσως και να ψάρωνα και να του έλεγα ναι. Όμως με είχε ξυπνήσει στα άγρια χαράματα, όταν είχα κοιμηθεί πριν λίγη ώρα, επιστρέφοντας από ξενύχτι και έχοντας προσπαθήσει επανειλημμένως και ανεπιτυχώς να εντυπωσιάσω με στίχους την αδερφή ενός φίλου. Δεν ήταν η καλύτερη ώρα. Ήθελα μόνο να βυθιστώ στη λήθη του ύπνου. Ομολογώ ότι αν ήταν η αδερφή του φίλου στο τηλέφωνο ή έστω η φοιτήτρια από απέναντι θα ξεσηκωνόμουν. Για οτιδήποτε άλλο ήμουν αρκετά επιφυλακτικός, έως και αρνητικός θα έλεγα.
«Είναι αργά ρε Χάκερ. Δεν μπορεί να περιμένει ως το πρωί;» αναρωτήθηκα φωναχτά.
«Όχι, όχι σου λέω, όχι. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου», ήρθε η αναστατωμένη απάντηση.
«Μα τουλάχιστον πες μου τι συμβαίνει!» διαμαρτυρήθηκα. Ήταν μια έξυπνη ερώτηση παγίδα. Αν ο Χάκερ απαντούσε –όπως περίμενα– ότι δεν μπορεί να μου πει γιατί η γραμμή δεν είναι ασφαλής, θα τού το έκλεινα στα μούτρα αγανακτισμένος από τα κλισέ. Παραδόξως δεν έγινε έτσι.
«Πόσα γνωρίζεις για τα λεφτά Γιάννη;»
Η ερώτηση με αιφνιδίασε με τη γενικότητά της. Ποια λεφτά; Το τσαλακωμένο πεντάευρω στην τσέπη του παντελονιού μου; Τα 21,48 ευρώ στην τράπεζα; Εκείνα που έχασα την πρωτοχρονιά στο πόκερ; Το δίλεπτο που βρήκα στο δρόμο προχθές; Τα 300 δις που χρωστάμε; Ποια απ’ όλα;
«Είδες;» θριαμβολόγησε ο Χάκερ, εκμεταλλευόμενος άνανδρα την εύλογη σιωπή μου. «Σε περιμένω. Κάτω απ’ την πολυκατοικία σου. Κατέβα. Τώρα. Δεν πρέπει να αργήσουμε. Δεν μας επιτρέπεται να αργήσουμε!» τόνισε με στόμφο.
Το επόμενο που άκουσα ήταν πολλά εκνευριστικά «τουτ» συνεχόμενα. Κατέβασα το ακουστικό με δύναμη. Ζύγισα την κατάσταση. Λεφτά… Η μερκαντιλιστική εφαλτήριος δύναμη της κοινωνίας. Ο αμοραλιστικός αντικατοπτρισμός του καπιταλιστικού συστήματος. Η αιώνια πάλη μεταξύ της μονεταριστικής διαπαιδαγώγησης και της ναυτοπροσκοπικής κουμπαγιά. Το ρευστό. Τα καφετιά. Τα μπιμπικίνια. Το παραδάκι. Το σάλιο.
Κάτι μεγάλο συνέβαινε εδώ. Έπρεπε να συναντήσω τον Χάκερ. Ίσως είχε όλες τις απαντήσεις. Πέταξα το πάπλωμα, σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, έβαλα παπούτσια και βγήκα στο διάδρομο. Κάλεσα το ασανσέρ, άνοιξα την πόρτα, μπήκα στο θάλαμο, απέφυγα επιδέξια τα βλέμματα του καθρέφτη και πάτησα το κουμπί.
Είκοσι εφτά δευτερόλεπτα αργότερα βρισκόμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ερημιά. Νύχτα. Σκοτάδι. Μια σκιώδης φιγούρα απέναντί μου. Ρανίδες φωτός απ’ την παρακείμενη κολώνα της ΔΕΗ δημιουργούσαν παράξενες γωνίες στα χαρακτηριστικά του. Φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο. Κάπου μακριά ένα σκυλί αλύχτησε δυσοίωνα. Ο Χάκερ με κοίταξε σαν να είχε να με δει χρόνια. Σιωπή μας χώρισε.
«Γιατί είσαι τόσο τσαλακωμένος;» ρώτησε τελικά. Αντί να απαντήσω «με τσαλάκωσε η ζωή», σήκωσα τους ώμους. Αταβιστικά προσπάθησα να ισιώσω τις ζάρες στο κοντομάνικο, καρό πουκάμισό μου. Απέτυχα. Ο Χάκερ πλησίασε. Φορούσε σαγιονάρες, βερμούδα και φανέλα της Λάτσιο. Το «πλαφ-πλαφ» από τις σαγιονάρες του τεμάχισε την ησυχία σε κβάντα.
Αν και είχε 28 βαθμούς και είχε να φυσήξει εδώ και τουλάχιστον μία εβδομάδα, ο Χάκερ προστάτεψε με τη χούφτα του ένα αναμμένο σπίρτο για ν’ ανάψει τσιγάρο. Κάπου μακριά ακούστηκε ένας γκιώνης. Άραγε καλούσε ερωτικά την αγαπημένη του ή θρηνούσε για το χαμό της; Η σελήνη κρύφτηκε στα σύννεφα και ξαναεμφανίστηκε.
Και ξανακρύφτηκε.
Μια νουάρ περιπέτεια ξεκινούσε και εγώ μόλις είχα αρπαχτεί απ’ τη δίνη των γεγονότων.
Πόσα αλήθεια ήξερα για τα λεφτά;
Και ακόμα περισσότερο: πόσα άντεχα να μάθω;


*Το μυθιστόρημα του Γιάννη Πλιώτα, τα ουγγρικά ψάρια κυκλοφορεί στην Πρωτοπορία και από σήμερα στο βιβλιοπωλείο Αναγνώστης στα Γιάννενα. Αν θέλετε να λάβετε το e-book του βιβλίου ελεύθερα, στείλτε ένα μήνυμα στο mail μας.Σύνδεσμος

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

ουγγρικό google


Όπως είναι αναμενόμενο μπορείτε να βρείτε τις βδ και στο Google Plus, να μας κυκλώσετε και να σας κυκλώσουμε.

Από σήμερα επίσης μπορείτε να βρείτε στην Πρωτοπορία το νέο μας μυθιστόρημα, τα ουγγρικά ψάρια : )

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

διαγωνισμός διηγήματος από το Artspot

Καλημέρα από τα βορειοδυτικά. Το νέο μας βιβλίο, τα ουγγρικά ψάρια, κυκλοφορεί τη Δευτέρα στην Αθήνα. Ανεβάζουμε σήμερα τα στοιχεία για έναν ηλεκτρονικό διαγωνισμό διηγήματος. Ευχόμαστε καλή επιτυχία σε όσους πάρουν μέρος.


Η αστική μη κερδοσκοπική εταιρία πολιτισμού Artspot διοργανώνει για δεύτερη συνεχή χρονιά τον διαγωνισμό διηγήματος «ΛόγωΤέχνης», με στόχο να καθιερωθεί ως λογοτεχνικός θεσμός στο ελληνικό Διαδίκτυο. Η μεγάλη επιτυχία του 1ου Διαγωνισμού Διηγήματος «ΛόγωΤέχνης», τόσο στον αριθμό των συμμετοχών, όσο και στην ποιότητα των κειμένων, απέδειξε πως υπάρχει μια ισχυρή δημιουργική δυναμική στους ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στο Διαδίκτυο. Βασικός προσανατολισμός της φιλοσοφίας της Artspot παραμένει η ανάδειξη της δημιουργικότητας και της εξωτερίκευσης σκέψεων και συναισθημάτων μέσω της τέχνης.


Το θέμα του φετινού διαγωνισμού είναι «Ιστορίες Διαδικτύου» και σκοπό έχει να αποτυπώσει μέσω του γραπτού λόγου τον πρωτεύοντα ρόλο που διαδραματίζει πλέον το Διαδίκτυο στην καθημερινότητα…


Γιάννης Πλιώτας


Ο Γιάννης Πλιώτας γεννήθηκε το 1981. Κατάγεται από το Σταυροδρόμι Αρκαδίας και ζει στα Γιάννενα. Τα ουγγρικά ψάρια είναι το τέταρτο βιβλίο του.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

ουγγρικά ψάρια - πρόλογος

Τα ουγγρικά ψάρια κυκλοφορούν σε λίγες μέρες στα βιβλιοπωλεία. Είναι ένα μυθιστόρημα μυστηρίου με απαγωγές, παλαιστές, αυξήσεις φπα, τίμιους ρέφερι, κλαρίνα και ήρωες της εθνικής αντίστασης. Όπως και με όλα τα βιβλία μας, το e-book του θα κυκλοφορεί ελεύθερα και δωρεάν (αν θέλει κάποιος να το διαβάσει πριν απ' όλους, αρκεί να στείλει ένα mail στο voreiodytikes@gmail.com και θα το έχει άμεσα στο inbox του).





πρόλογος

Πρωινοί κολυμβητές


Η θάλασσα το πρωί της Δευτέρας είναι συνήθως κρύα, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε κατά το ελάχιστο να πτοήσει τον Μάγο και τον Γιάννη, δηλαδή εμένα. Κάθε Δευτέρα είχαμε αποφασίσει να παίρνουμε το αμάξι μου και να κατεβαίνουμε πολύ πρωί στην πιο κοντινή θάλασσα για βουτιές, στα πλαίσια μιας υγιεινής και ισορροπημένης ζωής. Ήταν μία παρορμητική απόφαση, ανάμεσα στην τρίτη και την τέταρτη μπίρα (ή την πέμπτη και την έκτη), ένα βράδυ που είχαμε βρεθεί στο μόλο, να συζητάμε για την αποδόμηση του συστήματος και χαμένες αγάπες. Και είχαμε βάλει σκοπό να την τηρήσουμε ευλαβικά. Έτσι, χωρίς λόγο. Για να αποδείξουμε στο σύμπαν ότι δεν μπορεί να κερδίζει πάντα.
Γενικά ήταν μια γενναία απόφαση γιατί δεν ήμουν απόλυτα σίγουρος αν το ηρωικό μου lada έπιανε το κατώτερο όριο ταχύτητας στην Εγνατία, ούτε για το αν η μηχανή του άντεχε τόσες συγκινήσεις. Πάντως, αν το καλοσκεφτείς, αμάξια σαν αυτό δεν φτιάχνονται πια.
Όταν εκείνη τη Δευτέρα πατήσαμε τα σκονισμένα χαλίκια της παραλίας, έριξα μια ματιά στο ρολόι του κινητού μου. Ήταν περασμένες δώδεκα, ο ήλιος ψηλά κρυμμένος στα σύννεφα. Δεν τα είχαμε πάει άσχημα, σκέφτηκα. Την προηγούμενη Δευτέρα είχαμε φτάσει περίπου στις τέσσερις το απόγευμα και την προπροηγούμενη είχαμε φτάσει μόνο μέχρι την παρακείμενη καντίνα για σουβλάκια, περιποιημένα όπως πάντα.
«Βελτιώνουμε τους χρόνους μας αισθητά», είπα στον Μάγο που γδυνόταν. Ο Μάγος σήκωσε για λίγο το κεφάλι, μπλεγμένος ως συνήθως στο δεξί μπατζάκι. Δεν είπε τίποτα, η έκφρασή του ερωτηματική. Ξεφύσηξα και επανέλαβα: «Είπα: Βελτιώνουμε τους χρόνους μας α-ι-σ-θ-η-τ-ά». Ο Μάγος κούνησε το κεφάλι και συνέχισε να παλεύει με το μπατζάκι. Κατά τη γνώμη του όσο περνούσαν τα χρόνια, τα έφτιαχναν όλο και πιο πολύπλοκα αυτά τα μαραφέτια.
Η δημοτική πλαζ ήταν σχεδόν άδεια. Κάτω ήταν στρωμένη με βότσαλα και γόπες– όχι τα ψάρια. Η θάλασσα ανέδιδε μία στιλπνή μυρωδιά– όχι αλάτι. Αστικοί μύθοι έκαναν λόγο για αποχετεύσεις παραλιακών μαγαζιών που έχυναν το περιεχόμενό τους εκεί. Παρακολουθώντας ύποπτα κυλινδρικά εκτοπλάσματα να επιπλέουν παντού, αναρωτήθηκα πού σταματάνε τα όρια του μύθου και πού αρχίζει η πραγματικότητα. Λίγο μακρύτερα καφετέριες και μπαράκια άπλωναν το τσιμέντο τους μέχρι τη θάλασσα καταπατώντας το Σύνταγμα των Ελλήνων.
Ρούφηξα λίγο απ’ το φραπέ μου, τον οποίο είχα παρασκευάσει με περισσή φροντίδα πριν ξεκινήσουμε. Άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί σε μέρη μακρινά, σε μέρη θνητά, απ’ όπου μπορείς ν’ αγναντέψεις αλαργινές Ιθάκες. Χάιδεψα την παραλία, ξέπλυνα τη ματιά μου στα κύματα, άγγιξα τις γραμμές του ορίζοντα, έφτασα μέχρι τις τολύπες των σωριασμένων στο στερέωμα σύννεφων. Ξαφνικά τράβηξε την προσοχή μου ένα κορμί.
Μία κοπέλα –αναμφίβολα φοιτήτρια– είχε ντυθεί με εμπριμέ μπικίνι και είχε κατέβει στην πλαζ για να αποσυντονίσει τους άνδρες. Και αφού εκείνη την ώρα στην πλαζ δεν υπήρχε ψυχή, η κοπέλα με το μπικίνι είχε αποσυντονίσει μόνο εμένα και τον Μάγο, ο οποίος είχε μείνει ακίνητος, σχεδόν αιωρούμενος, με το ένα πόδι μόνο στο έδαφος και το μπατζάκι τυλιγμένο σε χέρια, αστραγάλους και αγκώνες, να χαζεύει το θέαμα.
Μεταξύ μας, δεν ήταν κάποιο υπερφυσικό φαινόμενο, ούτε εκείνη η κοπέλα είχε κατέβει από μεταμεσονύκτιο τηλεοπτικό πρόγραμμα. Ήταν μια συνηθισμένη κοπέλα, σαν αυτές που βλέπεις στο αστικό, στο μανάβη, στο ταχυδρομείο. Το γεγονός, όμως ότι φορούσε μπικίνι και ήταν η μοναδική κοπέλα σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων, αμέσως την εκτίνασσε σε δυσθεώρητα ύψη δημοτικότητας.
Η κοπέλα τίναξε τα μαλλιά της δεξιά κι αριστερά, και μετά ξάπλωσε μπρούμυτα σε μια ροζ πετσέτα που κουβαλούσε μαζί της. Για λίγα δευτερόλεπτα, όλων των ειδών οι φαντασιώσεις διέσχισαν τα μυαλά μας. Αμέσως μετά η Γη συνέχισε να γυρνά και ο κόσμος επέστρεψε στις πραγματικές του διαστάσεις. Ρούφηξα λίγο ακόμα φραπέ σκέτο. Ήταν αναμφίβολα καλά χτυπημένος.
Ο Μάγος αφού απελευθερώθηκε επιτέλους, με κοίταξε και ρώτησε: «Λοιπόν Γιάννη; Διάβασες εκείνο το βιβλίο που σου έδωσα;»
Ο Μάγος μου δάνειζε τακτικά στρατευμένη λογοτεχνία, μπροσούρες και περιοδικά, που σε άλλες εποχές θα μας εξασφάλιζαν διακοπές μακράς διαρκείας στη Γυάρο (και όχι στη Γαύρο, όπως νόμιζα παλιότερα). Έπρεπε να συγκεντρωθώ όμως. Το βιβλίο… Το βιβλίο… Α, ναι! Το βιβλίο.
«Εεε, στη μέση είμαι ακόμα Μάγε. Προσπαθώ να το διαβάζω πριν κοιμηθώ, αλλά είναι πολύ βαρύ ρε και πολύ μπερδεμένο. Ακόμα δεν κατάλαβα ποιος ήταν με το καθεστώς και ποιος ήταν αποστάτης. Κάθε φορά με παίρνει ο ύπνος μετά από μια-δυο παραγράφους», διαμαρτυρήθηκα.
Ο Μάγος επέμεινε: «Και τότε πώς έχεις φτάσει στη μέση; Πριν τρεις μέρες σ’ το έδωσα».
Σήκωσα τους ώμους: «Ξεκίνησα να το διαβάζω απ’ τη μέση. Είναι ένα κόλπο που εφαρμόζω κι έτσι τα βιβλία τελειώνουν γρηγορότερα και δεν είναι τόσο βαρετά. Υπάρχει το μυστήριο του τι έχει γίνει πιο πριν, ανατροπές, σασπένς».
«Μα δεν σου έδωσα κάνα μυθιστόρημα ρε!» Ο Μάγος έμοιαζε θυμωμένος.
«Α, όχι;» Πραγματικά είχα εκπλαγεί. «Σαν μυθιστόρημα μού φάνηκε απ’ τις λίγες παραγράφους που πρόλαβα να διαβάσω. Δηλαδή όχι πάρα πολύ», παραδέχτηκα για να ελαφρύνω κάπως τη θέση μου. Δεν ήθελα μετά την επανάσταση να με στείλουν κι εμένα στα Γκούλας.
Ο Μάγος έτριψε τα δάχτυλα των ποδιών του. Μετά άπλωσε λίγο αντηλιακό στους ώμους. Σκούπισε τα λάδια στο μαγιό του. Άρχισε να σιγοτραγουδάει κάτι ανάμεσα σε επαναστατικό εμβατήριο και ύμνο της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας την οποία υποστηρίζαμε φανατικά.
Ένα κύμα έσκασε απ’ άκρη σ’ άκρη στην παραλία στέλνοντας ρανίδες αλμυρού νερού πάνω μας και προοιωνίζοντας σημαντικά γεγονότα. Έριξα μια κλεφτή ματιά προς το μέρος της ξαπλωμένης φοιτήτριας. Διάβαζε ένα βιβλίο. Αναλογίστηκα το ενδεχόμενο να αρχίσουμε να παίζουμε ρακέτες για να την εντυπωσιάσουμε. Απερρίφθη. Δεν είχαμε αρκετές ρακέτες.
Σήκωσα τους ώμους. Ήταν ώρα για την πρωινή, δευτεριάτικη βουτιά.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Οι Ναΐτες πετάχτηκαν στη Βόρεια Εύβοια


Στο φύλλο 142 της εφημερίδας Βόρεια Εύβοια (σελ. 14) ο Αντώνης Σκούρας γράφει για τη συλλογή διηγημάτων Οι Ναΐτες πετάχτηκαν δίπλα του Γιώργου Τσαντίκου. (με κλικ στη φωτογραφία ανοίγει η κριτική για να τη διαβάσετε)

Αν θέλετε μπορείτε να παραγγείλτε online τους Ναΐτες από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο της Πρωτοπορίας.

Επίσης να διαβάσετε (και να κατεβάσετε) ολόκληρο το βιβλίο ελεύθερα και δωρεάν στο issuu.

Τέλος, μιας και το πιο πιθανό είναι να σας αρέσει ο τρόπος γραφής του Γιώργου, μπορείτε να παρακολουθείτε την αρθρογραφία του και στη σελίδα του Ηπειρωτικού Αγώνα.

δεληβοριάς - καθρέφτης


Κ
αλημέρα, καλό σαββατοκύριακο.