Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Αγάπα τον πλησίον σου, κατά μήκος του Σηκουάνα

Σήμερα το μεσημέρι, παραδόξως, έχει πολύ ήλιο εδώ στα βορειοδυτικά, κάτι που μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: σε λίγες ώρες θα αρχίσει να βρέχει. Ο τίτλος της ανάρτησης φαίνεται να τα έχει κάνει σαλάτα, αλλά θα καταλάβετε σύντομα περί τίνος πρόκειται, μιας και συνεχίζουν να κυλάνε οι γιορτές και παράλληλα να πληθαίνουν οι αναφορές στους τίτλους μας.

Το Salata Tv είναι ένα site εναλλακτικής ενημέρωσης (και σύντομα θα πάρει και τη μορφή free-press) και σας το προτείνουμε ανεπιφύλακτα. Στη θεματολογία του περιλαμβάνονται τα πάντα από πολιτική μέχρι αθλητικά και κάθε μέρα θα βρίσκετε κάτι ενδιαφέρων για να διαβάσετε. Πριν δύο μέρες είχαμε τη χαρά να φιλοξενηθούμε στο Salata για να παρουσιάσουμε τα βιβλία μας και να αναλύσουμε τις απόψεις μας σχετικά με το χώρο του βιβλίου.
Επίσης να ευχαριστήσουμε θερμά και τη σελίδα του μυθιστορήματος του Γιάννη Φαρσάρη Johnnie Society. Το Johnnie Society κυκλοφόρησε αποκλειστικά και δωρεάν στο ίντερνετ και ίσως είναι το πιο γνωστό βιβλίο του είδους.

Αλλά η σημερινή ανάρτηση γίνεται και για να σας δώσει μία ευκαιρία να γνωριστείτε καλύτερα με τα δύο μυθιστορήματά μας. Απολαύστε τα κείμενα που ακολουθούν και αν σας κινήσουν την περιέργεια κατεβάστε τα δωρεάν ή αναζητήστε μας στα βιβλιοπωλεία.

Απόσπασμα από το το "Καλημέρα και αντίο", της Αγγελική Σχοινά.

Περπάτησαν κατά μήκος του Σηκουάνα, μέχρι να στρίψουν λίγο πριν την Παναγία των Παρισίων στα δεξιά και να συναντήσουν τη στάση Saint Michel. Κατέβηκαν γρήγορα τις σκάλες και πρόλαβαν να μπουν, λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες του βαγονιού. Με ένα τράνταγμα ο συρμός ξεκίνησε.

«Ζαν Πιέρ… Αν όλα πάνε καλά, όλες οι γυναίκες θα σε ζηλεύουν. Το αφεντικό σου παίζει να ‘ναι ο ομορφότερος άντρας του Παρισιού».

«Το τελευταίο πράγμα που έχω διάθεση, είναι ν’ ασχοληθώ με άντρες», μουρμούρισε η Ζωή. Είχε ακουμπήσει βαριεστημένα το κεφάλι της στο τζάμι και κοιτούσε τη Λιζ. «Πόσο μάλιστα με το τι κουβαλάει στο κεφάλι του ένας τυχαίος, ωραίος και σίγουρα ψωνισμένος γκόμενος».

«Ναι καλά, όλα αυτά τα λες γιατί δεν τον έχεις δει. Πραγματικά μετανιώνω που γνώρισα πρώτα τον αδερφό του. Όχι ότι είναι άσχημος βέβαια, κάθε άλλο…»

«Τον αδερφό του; Γνώρισες…»

«Έως και παραγνώρισα, βασικά».

Ανασηκώθηκε απειλητικά και κάρφωσε με ένα θυμωμένο βλέμμα τη φίλη της, η οποία είχε σταυρώσει τα χέρια σε στάση άμυνας.

«Έλεος ρε Λίζα! Πες μου τώρα ότι τον ερωτεύτηκες κι αυτόν και ότι έριξες κάνα εξάμηνο κλάμα επειδή ξοδέψατε δυο βράδια μαζί».

«Είναι μουσικός», είπε η Λιζ με παραπονεμένο τόνο για να δικαιολογηθεί.

«Ε και; Και ο Σωτήρης για παράδειγμα παίζει φυσαρμόνικα, γρατζουνάει μια κιθάρα και ό,τι άλλο πέσει στα χέρια του, αλλά δεν τον ερωτεύτηκες!»

Την κοίταξε με ένα ένοχο βλέμμα.

«Μου έπαιζε κιθάρα σαν τον Μιχάλη μου. Και πέρα από αυτό, πάντα μου άρεσε ο Σωτήρης».

Η Ζωή άφησε ασχολίαστο το δεύτερο σκέλος της απάντησης.

«Οκ! Δέχομαι ότι υπάρχει μια ιδιαιτερότητα! Μπράβο το παιδί, όλο αυτό είναι ικανό να σε κάνει να τον θαυμάσεις και να ξοδέψεις δυο βράδια μαζί του· όχι και να τον ερωτευτείς».

«Δεν ήταν μόνο δύο».

«Ε, ήταν δεκαπέντε; Σιγά!»

«Περίπου. Ήμασταν ένα μήνα και κάτι μαζί. Και δεν έκλαιγα εξάμηνο».

«Έκλαιγες τρίμηνο;»

«Περίπου…»

«Α, τουλάχιστον σημειώσαμε πρόοδο Λιζ. Κάποτε θα μάθεις να το ξεπερνάς κι αμέσως. Να δω πότε».

«Αν δεν σε ήξερα από νιάνιαρο θα με είχες πείσει πως είσαι εντελώς αναίσθητη ρε Ζωή. Μ’ έναν άνθρωπο όταν περνάς κάτι, όταν ξοδεύεις χρόνο μαζί του, τού δίνεις το σώμα σου, τού χαρίζεις ένα κομμάτι σου μικρό ή μεγάλο. Και όταν εκείνος φεύγει, το χάνεις».

«Αναίσθητη… Μπορεί και να ‘μαι. Να μη χαρίζεις λοιπόν τα κομμάτια σου γιατί άμα συνεχιστεί αυτό, άμα έρχεται ο καθένας και φεύγοντας παίρνει κι από κάτι, μετά δεν θα σου μείνει τίποτα. Και τότε δεν θα ‘σαι αναίσθητη, θα’ σαι απλά άδεια! Δεν αξίζει να χάνεις τον εαυτό σου επειδή συνάντησες πέντε ηλίθιους, ανισόρροπους μουσικούς, ποιητές, ηθοποιούς ή ζωγράφους. Έλεος ρε Λίζα!»

Με ένα τράνταγμα ο συρμός σταμάτησε.

«Εδώ κατεβαίνουμε. Τέσπα, πρέπει να σου πω πέντε πράγματα για τον Ζαν Πιερ, να ξέρεις τι σε περιμένει. Είναι κάτι σαν αρχισυντάκτης του jolie-jolie».



Απόσπασμα από το "Ένα εκατομμύριο στιγμές", του Μιχάλη Φουντουκλή.

Ένα φερμουάρ άνοιξε οριζοντίως και από μέσα ξεπρόβαλε κάτι που δύσκολα θα έβρισκες σε μια γυναικεία τσάντα. Η κυρία Μιραφιώρη κοίταξε ειρωνικά τον Αποστολόπουλο, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ που η ίδια είχε προσλάβει πριν μερικές βδομάδες για να βρει τον άντρας της. Τον ίδιο ντετέκτιβ που αυτή τώρα σημάδευε με ένα ρεβόλβερ σαν και το δικό του.

«Δεν το περίμενες αυτό Αποστολόπουλε;» του είπε με βλέμμα γεμάτο ικανοποίηση. «Σε προσέλαβα, να ψάξεις να βρεις τον άντρα μου, γιατί οι γλώσσες της πιάτσας έλεγαν για σένα πως είσαι πια ξεφτισμένος, ένα τίποτα. Ένας αλκοολικός χαμένος κάπου στον πάτο του ουίσκι του. Άλλα εσύ, όχι! Έπρεπε να το πάρεις προσωπικά, έπρεπε να κάνεις το αναπάντεχο, το απροσδόκητο».

Ο Αποστολόπουλος καθόταν ήρεμος στην αναπαυτική γυριστή καρέκλα του και κάπνιζε, σαν από μια άλλη εποχή, ένα από τα σαντέ του, άφιλτρο, όπως ήταν κι ο ίδιος άλλωστε. Η ζωή του κρεμόταν από μια νευρική κίνηση του δείκτη της κυρίας Μιραφιώρη. Όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί για το θρυλικό ντετέκτιβ των βορείων προαστίων, μα αυτός φαινόταν πιο ήρεμος και απ’ το μάτι του κυκλώνα.

«Νομίζετε πως δεν έχω καταλάβει ότι εσείς η ίδια είχατε σκοτώσει τον άντρα σας κυρία Μιραφιώρη;» της είπε χωρίς να γυρίσει να την αντικρίσει. «Νομίζετε πως δεν έμαθα για τα εφτά εκατομμύρια ευρώ, σε χρυσές λίρες, που έκρυβε τόσο χρόνια ο μακαρίτης πεθερός σας; Νομίζετε πως δεν ξέρω για το προβληματικό συκώτι σας, για το οποίο ο άντρας σας αρνιόταν πεισματικά να βοηθήσει; Ή για τον κρυφό πάθος σας με τον τζόγο και τους νέους άντρες, που μόνο η νύχτα μαρτυράει; Νομίζετε ότι δεν γνωρίζω για το ρεβόλβερ που με σημαδεύει αυτή τη στιγμή, έτοιμο να μου στερήσει το ξημέρωμα; Γνωρίζω κυρία Μιραφιώρη. Γνωρίζω...»

Ο Αποστολόπουλος είχε καταπλήξει όχι μόνο την κυρία Μιραφιώρη, η οποία είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο νευρική, αλλά και το τηλεοπτικό του κοινό, ανάμεσά τους ο Άλεξ, ο Πέτρος, ο Τόλης και η Φανή που παρακολουθούσαν με αγωνία την εξέλιξη της τελευταίας, ίσως, βραδιάς του Αποστολόπουλου, ιδιωτικού ντετέκτιβ, χωρίς να μπορούν να βρουν έστω και μια τυφλή ελπίδα σωτηρίας. Ο Αποστολόπουλος ήταν στα σίγουρα νεκρός. Παρ’ όλα αυτά το πρόγραμμα της τηλεόρασης έδειχνε πως η σεζόν συνεχίζεται για ακόμα δέκα επεισόδια, πιθανώς για ξεκάρφωμα.

Παίρνοντας αυτό που, ίσως, ήταν η τελευταία τζούρα από το σαντέ του, ο Αποστολόπουλος συνέχισε: «Απ’ τις κηλίδες αίματος που βρήκα στο πίσω μέρος του αμαξιού σας, γνωρίζω ότι εσείς σκοτώσατε τον άντρα σας. Γνωρίζω για το συκώτι σας γιατί ανάγκασα με ωμή και ακατέργαστη βία τον προσωπικό σας ιατρό, κύριο Αυγουλίδη, να μου το αποκαλύψει. Γνωρίζω για τα εφτά εκατομμύρια ευρώ, σε χρυσές λίρες, γιατί αποπλάνησα την προσωπική σας υπηρέτρια, τη δεσποινίς Αλιφαντή, σε μια νύχτα άγριου σεξ. Αγνό κορίτσι, καθαρό και καθώς πρέπει, πάντα με το σεις και με το σας, μα λέει πολλά περισσότερα απ’ ό,τι θα έπρεπε, όταν ξέρεις που να πατήσεις. Γνωρίζω για το πάθος σας με τον τζόγο και τον Αρμάντο, τον Ανδαλουσιανό νεαρό μασέρ σας που συχνά ζεσταίνει τα σεντόνια της προσωπικής σας σουίτας στο καζίνο Μοντ Πλεζίρ. Και…»

Η καρέκλα του Αποστολόπουλου άρχισε να γυρνάει αργά προς το μέρος της Κυρίας Μιραφιώρη, η οποία ακούγοντας άλαλη το μέγεθος της αντρίλας του Αποστολόπουλου, το πόσο καλός πραγματικά ήταν, είχε αρχίσει να τρέμει χωρίς να καταλαβαίνει αν ήταν απ’ το φόβο ή απ’ την ερωτική έλξη. Το κοινό είχε μείνει άναυδό και κρεμόταν στην κυριολεξία απ’ την επόμενη φράση του ιδιωτικού ντετέκτιβ. Το κύκνειο άσμα του. Οι μπίρες και τα ποπ-κορν είχαν ξεχαστεί στα τραπεζάκια και όλοι μασουλούσαν τα νύχια τους. Η καρέκλα του Αποστολόπουλου ολοκλήρωσε την περιστροφή της και εκείνος αντίκρισε την κυρία Μιραφιώρη. Έμοιαζε πιο σκουρόχρωμος απ’ ό,τι κανονικά, ενώ ξεκολλούσε από το πρόσωπο του κάτι που έμοιαζε να είναι ψεύτικες φαβορίτες.

«…Και γνωρίζω πως το ρεβόλβερ σας είναι άδειο, κυρία Μιραφιώρη, γιατί εγώ αφαίρεσα της σφαίρες, χτες το βράδυ στο καζίνο που σας έκανα έρωτα, προσποιούμενος ότι είμαι ο Αρμάντο, ο Ανδαλουσιανός μασέρ σας». Η στιγμή ήταν τόσο δυνατή και ο Αποστολόπουλος τόσο καλός, που ακόμα και τα εργοστάσια της ΔΕΗ υπερφορτώθηκαν από το μέγεθος της ενέργειας που έκπεμψε. Ξαφνικά τα φώτα της πόλης έσβησαν. Ο Άλεξ, ο Πέτρος, ο Τόλης και η Φανή έμειναν με ανοιχτό το στόμα και με κλειστό το φως. Απόλυτη ησυχία, με μόνη εξαίρεση ένα μακρινό συναγερμό που επίμονα σφύριζε το μόνο ρυθμό που ήξερε.

«Πω, είναι πολύ καλός», αποφάσισε να σπάσει τη μαύρη σιγή ο Πέτρος.

«Ο Αποστολόπουλος είναι το ίνδαλμά μου», συμπλήρωσε ο Άλεξ.

«Μαλάκας είναι», είπε η Φανή εμφανώς απογοητευμένη. «Αντί να βγάλει φωτογραφίες με την κυρία Φιραμιώρη, ή όπως στο διάολο τη λένε, γυμνή και μετά να την εκβιάζει για ένα μερίδιο από τα εφτά εκατομμύρια ευρώ, σε χρυσές λίρες, κάθεται και της λέει πόσο καλός είναι. Και πόσο φτωχός θα είναι σε λίγο αφού θα συλλάβει τον άνθρωπο που τον προσέλαβε. Δεκάρα δεν θα δει, ο μαλάκας».

«Φτωχός, πλην τίμιος», πρόσθεσε με άκρατο σεβασμό ο Άλεξ.

«Και πού το ξέρεις ότι δεν είχε σκοπό να την εκβιάσει; Ότι δεν την εκβιάζει ήδη αυτή τη στιγμή που εμάς μας έχει καλύψει το σκότος της άγνοιας;»

«Η πολλή λογοτεχνία σου ‘χει κάνει κακό αγόρι μου, κόψ’ την. Και σιγά μην την εκβίαζε, δεν ξέρεις πώς πάνε αυτές οι σειρές μωρέ; Αυτή θα φρίκαρε, θ’ άρχισε να πυροβολεί άσκοπα, εκείνος θα της έπιασε το χέρι απ’ τον καρπό και θα της έριξε πρώτα ένα φιλί, και μετά μια-δυο καλές -συμπλήρωσε το ηχητικό επιφώνημα ο Τόλης μισοκοιμισμένος απ’ την πολυθρόνα του- θα την έδεσε καρεκλοπόδαρα και θα την τσουβάλιασε η αστυνομία. Το επεισόδιο θα κλείσει με τον αρχηγό της αστυνομίας, που κανείς δεν θυμάται το όνομά του και που κλασικά παίζει μόνο στο τέλος και στην αρχή, να λέει στον Αποστολόπουλο πόσο καλός είναι. Σκατά με φράουλες».

«Σαν πολύ δεν βρίζεις τώρα τελευταία;» ρώτησε ο Άλεξ επικριτικά.

«Και εσένα τι σε νοιάζει ρε; Πατέρας μου είσαι;» Η Φανή είχε αρχίσει να νευριάζει, χωρίς εμφανή λόγο. Ο Άλεξ δεν απάντησε, μονάχα ακούστηκε να σηκώνεται και να πηγαίνει προς το μπαλκόνι, παρέα με μερικά σιχτίρια σε κάθε έπιπλο στο οποίο σκόνταφτε. Ησυχία.

«Οι άλλες τι ώρα τελειώνουνε χορό;» ρώτησε ο Πέτρος. «Εσύ γιατί δεν μιλάς ρε;» Ο Τόλης δεν αντέδρασε στο σκούντημα του Πέτρου.

«Κοιμήθηκε», αποκρίθηκε μια γυναικεία φωνή που έμοιαζε να απομακρύνεται. Ένας συρτός ήχος ακούστηκε και η μπαλκονόπορτα άνοιξε για δεύτερη φορά. Ο Πέτρος έμεινε μόνος του. Χωρίς φως. Χωρίς ελπίδα. Τη σκέφτηκε. Το Λύκο. Η φωνή της σκέψης του απλώθηκε στο σκοτεινό και άδειο δωμάτιο. Πήρε μορφή και υπόσταση μέσα στο απόλυτο τίποτα και άρχισε να βασανίζει ένα ήδη βασανισμένο μυαλό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου