Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Σάμσταγκ


«Τα ‘χεις γαμήσει όλα. Χωρίζουμε».
Δεν ήξερε τι είχε γαμήσει. Τη δεδομένη στιγμή τουλάχιστον. Μετά από κάποια ώρα μάλλον θα θυμόταν κάτι, αλλά δεν ήταν του παρόντος. Του παρόντος ήταν η Έφη που έβριζε και μάζευε τα ρούχα της από την ντουλάπα, με προφανή έλλειψη συστήματος. Έβαζε φουστάνια και παπούτσια στη βαλίτσα, μαζί με το ποντίκι του υπολογιστή και ένα χαλασμένο πορτατίφ και έβριζε ξανά. Εκείνος δεν είχε κάνει κάτι. Προφανές τουλάχιστον. Δηλαδή προφανές σε εκείνον.
Όσο το σκεφτόταν όμως κάπως πιο αποστασιοποιημένος από τη σκηνή, πειθόταν όλο και περισσότερο ότι όντως κάποια μαλακία είχε κάνει. Τέτοια μαλακία που οι αμυντικές γραμμές της ψυχοσύνθεσής του προς το παρόν απέκρουαν εύκολα. Αργότερα όμως, το πρόβλημα θα τις έπιανε να κοιμούνται και θα το έτρωγε το γκολ. Και η Έφη δεν θα ήταν εκεί πια για να της εξηγήσει ή να της απολογηθεί. Και δεν θα ήταν γιατί με ένα τελευταίο «τα γάμησες όλα!» έκλεινε την πόρτα του διαμερίσματος.
«Πού θα βάζω εγώ το νοίκι τώρα;» σκέφτηκε εκείνος φωναχτά, κάνοντας νέο ρεκόρ μαλακίας, εκφράζοντας μία λογική ωστόσο απορία.
«Στον κώλο σου», απάντησε εκείνη από έξω.
Το σπίτι ήταν νοικιασμένο στο όνομά της, αυτός δεν είχε καμία επαφή με τις οικιακές υποχρεώσεις. Ίσως αυτό να είναι ένα από τα πράγματα που γάμησα, σκέφτηκε σε μια στιγμή διαύγειας. Έφυγε και αυτή όμως τόσο γρήγορα, όσο ήρθε.
Σκέφτηκε τις επιλογές που είχε για να αισθανθεί καλύτερα: τηλεόραση, παιχνίδι στον υπολογιστή, φαΐ. Η τηλεόραση ήταν πακεταρισμένη εδώ και μέρες, από τον πρώτο τσακωμό του με την Έφη. Μέσα σε λιγότερο από τρία εικοσιτετράωρα, του είχε ξεκαθαρίσει ότι φεύγει από το σπίτι και είχε ξεκινήσει να μαζεύει τα δικά της πράγματα. Όλα δικά της ήταν δηλαδή, αφού εκείνη τα είχε πληρώσει. Η αλήθεια είναι όμως πως έπαιρνε ό,τι άξιζε περισσότερο, ό,τι ήταν πιο καινούργιο και πιο χρήσιμο, αφήνοντας πίσω της τα παλιά και –μεταξύ μας– ψιλοάχρηστα.
Το φαΐ αποκλειόταν επίσης. Δεν σκόπευε να μαγειρέψει, γιατί δεν ήξερε, γιατί βαριόταν και γιατί η κουζίνα ήταν επίσης σε πακέτο. Να παίξει στον υπολογιστή, πακέτο επίσης. Η ζωή του ήταν σε πακέτο.
O διαλογισμός κράτησε κάμποση ώρα. Ο Σάββας το κατάλαβε μόνο όταν του τελείωσαν οι αναμνήσεις από την πεθαμένη του σχέση, κοιτώντας τα διάφορα πράγματα που ήταν στοιβαγμένα σε διάφορα σημεία του σπιτιού.
Πήρε το κοπίδι που ήταν πάνω στο κουτί της τηλεόρασης και έκοψε περιμετρικά την πλευρά, πίσω απ’ την οποία πίστευε ότι ήταν η οθόνη. Λάθος.
Έκοψε και την αντίθετη πλευρά, πετυχαίνοντας αυτή τη φορά την επικοινωνιακή όψη.
Έστρωσε στο πάτωμα τα δύο κομμάτια του κουτιού που είχε κόψει, έβαλε την tv στην πρίζα, πήρε το τηλεκοντρόλ και σωριάστηκε σε μια γωνία του τέως σαλονιού, νυν αδιευκρίνιστης ταυτότητας, δωματίου.
«Κορυφώνεται η αγωνία για το ενιαίο νόμισμα. Δεδομένη είναι πλέον η αποβολή της χώρας μας από την Ευρωζώνη», διαλαλούσε ο εκφωνητής στο διαφημιστικό του απογευματινού δελτίου ειδήσεων. «Συνδεόμαστε αμέσως με το μέγαρο Μαξίμου για τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού», έπεσε ζωντανά ο ίδιος που μίλαγε λίγο πριν σε κονσέρβα.
Ο Σάββας έπαιζε ταμπούρλο στο πάτωμα, με φανερή την αμηχανία του, αυτή που άλλοι εξηγούσαν πάντα ως βαρύ αρντανισμό, αποτέλεσμα της χρόνιας χρήσης καταπραϋντικών, χωρίς συνταγή γιατρού, και με μπόλικη αυτενέργεια. Αυτενέργεια που είχε ξεκινήσει στο φαρμακείο του σπιτιού και στη σακούλα της γιαγιάς, όπου εκτός από μερικά εξαιρετικά ταξιδιάρικα χάπια, υπήρχαν και πολλά συλλεκτικά κομμάτια, εκείνα που στο ebay θα χτύπαγαν τρελές τιμές ανάμεσα στους λάτρεις του σπορ.
«Η χώρα έφτασε στο σημείο μηδέν», υποστήριζε απ’ την οθόνη ο, παράξενα μπρατσωμένος για την ιδιότητα και την ηλικία του, πρωθυπουργός.
Ο Σάββας είχε φτάσει κάμποσες στιγμές στο σημείο μηδέν, αλλά πάντα έβρισκε τον τρόπο και επανερχόταν. Αυτή τη φορά όμως δεν ήταν τόσο σίγουρος και δεν είχε και κανένα αποκούμπι, μεταφορικό ή με φαρμακευτική στάμπα επάνω του.
Συνέχιζε το ταμπούρλο με το δεξί του χέρι, ενώ στην τηλεόραση συνεχιζόταν η μάχη του ευρώ. Σταδιακά είχε περάσει σε ένα στακάτο μπούγκι ρυθμό, φρενήρη θα μπορούσε να πει ο μέσος ακροατής. Τον Σάββα τον είχε υποβάλλει τόσο πολύ η διαδικασία, που στην πλάτη του έτρεχε ιδρώτας ήδη. Από το ξόρκι που τον κρατούσε φυλακισμένο, τον έσωσαν οι διαφημίσεις.
Τότε μόνο διαπίστωσε ότι χωρίς άλλη υποδομή, πέραν του ξύλινου πατώματος, μπορούσε να παράγει ήχους κανονικών τυμπάνων, να παίξει βαθύ και τομ συγκεκριμένα, με τα δάχτυλά του. Όπως επίσης και ότι τέσσερα παραλληλόγραμμα σανίδια του πατώματος ήταν χαλαρά και κουνιούνταν κάθε φορά που τα χτύπαγε. Τα ξαναχτύπησε άλλη μία για να επιβεβαιώσει την πρώτη του εντύπωση και πάνω που έκανε τις προβλεπόμενες κινήσεις για να δει τι κρυβόταν κάτω από το πάτωμα, άκουσε: «σκατά».
«Σάιζε», για την ακρίβεια. Το άκουσε από κάποιον που είχε ανοίξει την πόρτα του σπιτιού και μίλησε γερμανικά στα καλά καθούμενα. Στην τηλεόραση ο Γερμανός πρωθυπουργός μιλούσε επίσης γερμανικά, πράγμα που ήταν όμως αναμενόμενο και έλεγε κάτι που έμοιαζε με βρισιά για την ελληνική οικονομία. Ο άλλος όμως που είχε ανοίξει την πόρτα, ποιός στο διάολο ήταν;
Αυτός που μπήκε στο σπίτι, μπήκε με κλειδί και μίλαγε γερμανικά της πιάτσας. Ο Σάββας θυμήθηκε που έβριζε την Έφη γιατί συμφώνησε να έχει κλειδί ο σπιτονοικοκύρης και τότε κατάλαβε ότι ο Τεύτονας με την προφορά γκασταρμπάιτερ ήταν ακριβώς αυτός: ο σπιτονοικοκύρης.
«Τι συμβαίνει και πώς μπήκες σπίτι μου;» ρώτησε στα γερμανικά με ελαφρά συντακτικά λάθη ο Σάββας, αφού βεβαίως πρώτα σηκώθηκε από το πάτωμα και άφησε τα εξερευνητικά κρουστά για αργότερα.
Ο εισβολέας, εξηνταφευγαλέος, αλλά μπρατσωμένος, και με κοκκίνισμα δεκαοκτάχρονου στα μάγουλα, διέθετε αισθητική Έλληνα μετανάστη στο Βερολίνο τη δεκαετία του ‘60.
«Δεν είναι σπίτι σου, είναι σπίτι μου και το νοίκιασα σε μια κοπέλα. Όχι σ’ εσένα. Και θέλει και καινούργια κουφώματα που θα μου τα πληρώσετε», είπε ο κόκκινος Γερμανός σε καθόλου φιλολαϊκό τόνο, κοιτώντας τον ημίγυμνο λαθρονοικάρη.
«Το Σαββατοκύριακο θα έχω φύγει», είπε ο ημίγυμνος και ο ντυμένος ούρλιαξε:
«Νάιν! Σήμερα θα φύγεις!»
Ο Σάββας με μια αντανακλαστική κίνηση και μια σκηνή από μέτρια ταινία του Βέγγου να προβάλλεται νοητά στον τοίχο πίσω από το σπιτονοικοκύρη, χτύπησε τη φτέρνα του στο πάτωμα και με κίνηση ελατηρίου τέντωσε μπροστά και διαγώνια προς τα πάνω το δεξί του χέρι, κοιτώντας τον άλλο στα μάτια και σφίγγοντας τα χείλη του για να μοιάσει όσο μπορούσε στο πιο πρόχειρο πρότυπο που διέθετε για αξιωματικό των Ες Ες.
Ο άλλος τον κοίταξε για λίγο με στόμα ανοιχτό και φρύδια σηκωμένα και προς έκπληξη του συνομιλητή που περίμενε φωνές ή και κάποιο αξιόλογο μπουκέτο, απλώς μίλησε:
«Σάμσταγκ», είπε χωρίς να τον κοιτάει, αλλά δείχνοντάς τον με το δάχτυλο πηγαίνοντας προς την πόρτα. «Σάμσταγκ και να το έχεις βάψει».
Ο Σάββας γύρισε πίσω από τον ίδιο δρόμο που χρησιμοποίησε για να αντιμετωπίσει τους Γερμανούς εισβολείς, ακολουθώντας τα πλακάκια που πάτησε όταν πήγαινε να δει ποιος είχε μπει στο σπίτι. Το σπίτι που θα έχανε, γιατί ήταν στο όνομα της Έφης.
Σάμσταγκ. Το Σάββατο έπρεπε να μαζέψει τα πράγματά του και να φύγει.
Είχε έρθει πριν από δύο χρόνια στο σπίτι, όταν πήραν την απόφαση με την Έφη να μείνουν μαζί. Αυτός δεν το είχε σκεφτεί και πολύ, αυτή το σκέφτηκε λίγο περισσότερο, αλλά το συμπέρασμα το κράτησε για τον εαυτό της.
Στην αρχή ήταν όπως όλα τα πράγματα, προβλέψιμα ωραία. Στην πορεία έγιναν προβλέψιμα χειρότερα. Όλες οι γνωστές συνταγές καταστροφής σχέσεων, βρήκαν το μπαχαρικό τους στη μόνιμη τάση του Σάββα να μην νοιάζεται για πολλά. Και σίγουρα, όχι για εκείνα που ορίζουν τον καλό συγκάτοικο στο σχετικό οδηγό για συγκατοικήσεις που ακολουθούσε ευλαβικά η Έφη:
Δεν πιάνουμε από κάτω τα παπουτσάκια όταν τα βουρτσίζουμε. Δεν αφήνουμε τριχούλες στο μπάνιο όταν ξυριζόμαστε. Δεν γρατζουνάμε το πηρουνάκι όταν τρώμε. Δεν αφήνουμε νεράκια στον πάγκο της κουζίνας που μπορεί να πάνε στην καφετιέρα και να τη χαλάσουνε.
Συχνά ο Σάββας πίστευε ότι θα γύριζε σπίτι και θα έβρισκε το δεκάλογο του καλού συγκατοίκου, τοιχοκολλημένο στο σαλόνι. Η αλήθεια βέβαια ήταν κάπου στη μέση, όπως συμβαίνει παντού άλλωστε.
Ναι, η Έφη είχε διάφορες απαιτήσεις, ιδιαιτερότητες της παγκόσμιας κοινότητας του φενγκ-σούι, λόξες σύμφωνα με πιο χαλαρά τυπάκια. Όχι, η Έφη δεν έκανε παρατηρήσεις στον Σάββα χρησιμοποιώντας υποκοριστικά που θα προκαλούσαν έξαρση εγκεφαλικών ακόμη και σε κοινωνία αμοιβάδων. Ήταν μια δικιά του υπερβολή για να υπερφορτώσει με δίκιο τον εαυτό του.
Ο Σάββας γύρισε στο δωμάτιο που κάποτε ήταν σαλόνι και κάθισε ξανά απέναντι από την τηλεόραση. Εκεί, ένας υπουργός εξηγούσε πώς έγινε και φαλίρισε η αξιόπιστη και ανθεκτική οικονομία μας, πώς οι προηγούμενοι τού την ενεχείρισαν αλκοολική, ναρκομανή και με τρελό εθισμό στον τζόγο, καθώς και πώς θα ξανατραβήξουμε προς τη δόξα με υποζύγιο την παλιά, καλή δραχμή.
Ο Σάββας που είχε ξεκινήσει ξανά το ταμπούρλο στο πάτωμα, είχε ξεχάσει ότι πριν την εισβολή των Γότθων, το λαμινέιτ δίπλα του ήταν χαλαρό. Τώρα θυμόταν ξανά την ιστορία του με την Έφη, πώς την είχε γνωρίσει και, κυρίως, πού την είχε γνωρίσει.
«Γκόμενα που τη γνωρίζεις σε έντεχνη συναυλία, δεν είναι καλός οιωνός», του είχε πει ένας απ’ τους φίλους του, ένας από αυτούς που πράγματι εμπιστευόταν, γιατί με αρκετούς συναναστρεφόταν για καθαρά ωφελιμιστικούς λόγους: για να μην ξεχνάει την αξία του διαλόγου, για να πλακώνεται πού και πού για την μπάλα, για να μην ξεμένει από χάπια, αλλά και από σημειώσεις όταν ήταν φοιτητής.
«Καλός, κακός, δεν έχει πια σημασία», είπε σε ένα σύντομο μονόλογο ο Σάββας, παίζοντας έναν έντεχνο σκοπό που του ήρθε πρόχειρος στο χειροταμπούρλο του. Ξαφνικά, το πάτωμα υποχώρησε και το μυαλό του Σάββα άδειασε από γυναίκες και γέμισε από συνωμοσία.
«Ο πρωθυπουργός προειδοποίησε τους κερδοσκόπους να μην επωφεληθούν από την, προσωρινή όπως τη χαρακτήρισε, επιστροφή της χώρας στη δραχμή», είπε η κυρία στην τηλεόραση και ο, κατά σύμβαση, κύριος στο δωμάτιο γονάτισε για να δει από κοντά τι περιείχε η απρόσμενη κρύπτη στο πάτωμα.
Ο Σάββας έσκυψε και επέστρεψε στη δραχμή.
Η τετράγωνη τρύπα που άφησε πίσω του το κομμάτι του πατώματος, έφτανε ίσα-ίσα να περάσει ανθρώπινο χέρι και όχι από τα πολύ γυμνασμένα. Ο Σάββας δεν είχε τέτοιο πρόβλημα ως χρόνιος εχθρός της γυμναστικής και πάσης φύσεως εργασίας. Ψαχουλεύοντας την εσοχή από μέσα, διαπίστωσε ότι αυτή ανοίγει ακόμη περισσότερο, όπως η τάπα του ρεζερβουάρ στα αυτοκίνητα. Πάτησε τη μια πλευρά, η άλλη ανασηκώθηκε και ο Σάββας ανακάλυψε ότι μπορεί να ανοίξει γύρω στο ένα τετραγωνικό μέτρο πατώματος.
Στην καταπακτή που έχασκε στο άδειο δωμάτιο, κρύβονταν δέκα εκατομμύρια δραχμές σε δεκαχίλιαρα. Αυτό, ο Σάββας το διαπίστωσε μισή ώρα αργότερα, αφού πρώτα συνήλθε από το πρώτο σοκ και τελείωσε το μέτρημα. Καθισμένος πάνω από αυτά τα λεφτά είχε αναλογιστεί τουλάχιστον δέκα ταινίες με κακομοίρηδες που ανακαλύπτουν χαμένους θησαυρούς, πορτοφόλια και επιταγές, περνάνε κάτι περιπέτειες, αλλά τελικά ζουν καλά με το κορίτσι. Αυτός το κορίτσι το είχε, είχε και τα λεφτά, αλλά δεν τα συνδύαζε.
Στην τηλεόραση το μαραθώνιο δελτίο ειδήσεων έπαιζε ακόμη, με τους προσκεκλημένους να εξηγούν πόσο ωφελημένη, πόσο ζημιωμένη ή πόσο γαμημένη θα βγει η χώρα από την εξέλιξη, ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση. Η Έφη ξαναμπήκε στο σπίτι, αλλά από την τηλεόραση. Τώρα παρουσίαζε τις ειδήσεις γιατί αυτή ήταν η δουλειά της. Δουλειά που της γέμιζε τον τραπεζικό λογαριασμό και συχνά το μυαλό με ενδοιασμούς, πώς μπορεί αυτή, η όμορφη, η προβεβλημένη, η δημοσιογράφος, το κορίτσι των 8, να συζεί με έναν κατ’ επάγγελμα μαλάκα.
Επί του παρόντος όμως, ρωτούσε ένα ιστορικό στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος εάν μπορεί να παραλληλίσει την κρίση με κάποια αντίστοιχη στα εκατόν πενήντα χρόνια της πολιτικής του καριέρας.
«Σίγουρα όχι, αυτή είναι η χειρότερη. Ευτυχώς όμως η ευτυχής, μέσα στη δυστυχία μας, συγκυρία έφερε τον πρωθυπουργό και πρόεδρο του κόμματος στο τιμόνι της χώρας. Αν ήταν οι προηγούμενοι στη θέση του, τώρα εσείς κι εγώ θα τρώγαμε απ’ τα σκουπίδια», απάντησε το ιστορικό στέλεχος, κάνοντας μια έμπειρη μίξη από τον οδηγό για πολιτικούς άνευ διδασκάλου και μια πρέζα λαϊκισμού για να γίνει κατανοητός στα μικρομεσαία στρώματα.
Ο Σάββας σηκώθηκε από το πάτωμα και έφυγε από το σπίτι γιατί δεν ήθελε να τη βλέπει ούτε στην τηλεόραση. Πριν βγει από την πόρτα έβαλε μια μπλούζα και φόρεσε παπούτσια χωρίς κάλτσες και χωρίς να δέσει τα κορδόνια.
Πέντε λεπτά αργότερα ρούφαγε μια δόση φραπέ με σημάδια παρασκευής προ τριώρου. Τον καφέ είχε φτιάξει ο Πασχάλης, ο οποίος εκτός από φίλος του Σάββα, ορκισμένο πανκιό και πολιτικός αναλυτής, ήταν και κληρονόμος ενός μαγαζιού από εκείνα που πούλαγαν μπογιές, καρφιά, πένσες, λινάτσες και, γενικώς, ό,τι χρειαζόταν ο μέσος οικοδόμος για να κερδίσει τον επιούσιο και ο συνεπής αριστερός για να συμμετάσχει σε πορεία.
«Να φτιάξεις δικό σου ρε ηλίθιε», του είπε με μια εχθρική οικειότητα ο μαγαζάτορας, τυλίγοντας τετρακόσια γραμμάρια ταβανόπροκες σε μια πελάτισσα.
Ο Σάββας ακούμπησε με το δεξιό ώμο στην πόρτα ρουφώντας άλλη μια δόση καφέ, αφού η πελάτισσα έφυγε κάπως βιαστικά και με τα καρφιά της τυλιγμένα σε εφημερίδα.
«Χε, τα ‘λεγα εγώ. Είσαι έτοιμος να γίνουμε λατινική Αμερική;» ρώτησε ο Πασχάλης αλλάζοντας κανάλια στην τηλεόραση που έπαιζε μόνο ειδήσεις. Σταμάτησε στην Έφη που ρωτούσε άλλο ιστορικό στέλεχος, μήπως και έβρισκε κάποιον να έχει οδηγίες χρήσης για την κρίση.
«Κλείσ’ την», είπε ο Σάββας χωρίς να κοιτάξει. Ο Πασχάλης τη δυνάμωσε.
«Οι σχέσεις αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικές αντιθέσεις», είπε σε διδακτικό τόνο προς τον Σάββα και αλλάζοντας αμέσως κατεύθυνση, εξαπέλυσε μύδρους προς το γυαλί: «Τι λέει ρε ο κανάγιας! Ξέχασε όταν ήταν υπουργός Οικονομικών και έπρηζε τον κόσμο για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας; Αυτά τα παραδοσιακά στελέχη είναι σαν τέως ποδοσφαιριστές που σχολιάζουν την ομάδα τους στην Αθλητική Κυριακή, ρε πούστη μου».
«Έφυγε για τα καλά αυτή τη φορά».
«Έχει γκόμενο».
«Μπα, δεν νομίζω».
«Όχι, έχει σίγουρα. Τον είδα που την περίμενε από κάτω με το αυτοκίνητο. Την έχει φέρει πολλές φορές κάτι βράδια που έλειπες».
«Μπορεί να είναι απλώς φίλοι».
«Την καληνύχτιζε με κάτι πολύ φιλικά γλωσσόφιλα. Ναι, έχεις δίκιο, μπορεί να είναι Γάλλος ή Εσκιμώος. Κάνουν κάτι τέτοια αυτοί».
Ο Σάββας πέταξε στον Πασχάλη τον καφέ και πέτυχε την τηλεόραση, που συνέχιζε να παίζει ωστόσο. Ο Πασχάλης πέταξε το τηλεκοντρόλ στον Σάββα πετυχαίνοντάς τον στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο Σάββας συνέχισε να μιλάει ωστόσο.
«Δεν βαριέσαι. Είχε και αυτή τα δίκια της».
«Ναι, τα είχε», είπε ο Πασχάλης καθαρίζοντας την οθόνη για να τη βλέπει καλύτερα. «Την είχες κερατώσει τουλάχιστον τέσσερις φορές το τελευταίο εξάμηνο».
«Ναι».
Ναι, την είχε. Στην πραγματικότητα, η σχέση τους ήταν τελειωμένη εδώ και πολύ καιρό, αλλά και οι δύο προτιμούσαν να την κρατούν διασωληνωμένη.
«Λατινική Αμερική θα γίνουμε ρε, ακούς; Το 1999 στην Αργεντινή βγήκαν στους δρόμους με τις κατσαρόλες γιατί δεν είχαν να πληρώσουν τα δάνεια στις τράπεζες. Το 1994 το μεξικάνικο πέσο υποτιμήθηκε τόσο πολύ που το χρησιμοποιούσαν μόνο για προσάναμμα και επειδή δεν έκανε καλή θράκα, κατέληξαν να φτιάχνουν ταπετσαρίες σε μπαρ για Αμερικάνους τουρίστες».
Ο Σάββας ένιωθε κάπως κενός. Δεν ήταν όμως η συνήθης κενότητα. Ήταν κάτι σαν κόμπος στο λαιμό του, σαν λυγμός και φτάρνισμα που δεν βγαίνει και αφήνει μια αίσθηση ανολοκλήρωτου.
«Έχεις γλουτολίνες;»
«Πίσω, στο μεσαίο ράφι. Πάρε τις πράσινες, είναι καλύτερες. Μπήκες σε νεολαία και θα κάνεις αφισοκόλληση;»
«Κάτι τέτοιο». Πήρε τέσσερα κουτάκια και βγήκε από το μαγαζί. Φτάνοντας στην εξώπορτα της πολυκατοικίας του, άκουσε από μακριά τον Πασχάλη:
«Βγήκες έξω με το σώβρακο ρε τελειωμένε». Αλήθεια ήταν.
Ανέβηκε από τις σκάλες, γιατί μια ασυνήθιστη εγρήγορση δεν τον άφηνε να περιμένει το ασανσέρ. Γύρισε το κλειδί, άνοιξε την πόρτα και για μια στιγμή κοντοστάθηκε γιατί άκουσε τη φωνή της Έφης.
«Μπα, τελείωσε», είπε φωναχτά, με τον κόμπο να λύνεται κάπως. Η Έφη μιλούσε ακόμα από την τηλεόραση που ήταν ανοιχτή. Ο Σάββας έριξε την κόλα σε έναν κουβά με νερό και άρχισε να ανακατεύει με ένα πινέλο που ο Πασχάλης του είχε συστήσει ως τον αρχηγό των πινέλων για τέτοιες δουλειές. Η Έφη συνέχιζε να μιλάει στην οθόνη, κάνοντας πλέον ρεπορτάζ δρόμου έξω από τη Βουλή, ρωτώντας περαστικούς την άποψή τους για την επιστροφή στη δραχμή.
Όταν η κόλλα απέκτησε βλενοειδή όψη και υφή, ο Σάββας πήρε μια αρμαθιά δεκαχίλιαρα και τα πέταξε μπροστά του. Κράτησε ένα μόνο στο χέρι του και άρχισε να ανεβοκατεβάζει το βρεγμένο πινέλο στον τοίχο.
Ο κόμπος έφευγε σιγά-σιγά, όσο τα λεφτά κάλυπταν την επιφάνεια και έφτιαχναν την ταπετσαρία που θα προκαλούσε πολλές, μα πολλές, απορίες στο σπιτονοικοκύρη το προσεχές Σάμσταγκ.


[Το διήγημα "Σάμσταγκ" είναι από τη συλλογή "Οι Ναΐτες πετάχτηκαν δίπλα" του Γιώργου Τσαντίκου. Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο στην Πρωτοπορία ή να κατεβάσετε το e-book του δωρεάν. Διαβάστε περισσότερα και εδώ: http://voreiodytikes.blogspot.com/2011/04/blog-post_1636.html]

2 σχόλια:

  1. ολη η αληθεια της κοινωνιας μας ειναι εδω μεσα στο κειμενο μπραβο του συγγραφεα. οσο για το ποιητικο που λες οτι δεν μπορεις να πιαστεις δεν το ξερεις και δεν ειναι αυτα τα κουλτοβαρεμενα μπες στο μπλογκ μου και διαβασε κειμενα μου εχω και πεζα αν και παιρνω μερος σε διαγωνισμους μονο σε 5 βραβευτηκα και μεταξυ μας το κοβω κατα τυχη γτ τα μεσα και τα κονε και εκει κυριαρχουν και λεω να μην ξανα στειλω. αλλα εναν οικο βρηκα στην θεσσαλονικη και αν εχεις τον θεο σου για ποιητικη συλλογη ειχε εκδοσει μια συνομηλια τηλεφωνου. αν εκεινο ηταν ικανο να τυπωθει το δικο μου γτ οχι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εδώ είναι το σημαντικό σημείο της υπόθεσης: εκείνη η τηλεφνική συνομιλία θα τυπώθηκε γιατί ο ποιητής έδωσε προίκα στον εκδοτικό οίκο. Αναπλήρωσε την λογοτεχνική ένδεια με €€€.

    ΑπάντησηΔιαγραφή