Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εκδόσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εκδόσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

15 Αυγούστου αναγνώσεις

Χρόνια πολλά σε όσους γιορτάζουν! Καλές διακοπές σε όσους κάνουν, όμορφες αναγνώσεις σε όλους!




Αν ανήκετε στη δεύτερη κατηγορία, είστε σε κάποια παραλία και σας έχουν τελειώσει τα βιβλία, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Μπορείτε να κατεβάσετε ελεύθερα και δωρεάν κάποιον από τους ηλεκτρονικούς μας τίτλους.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Santa Maria!

Λογικά θα είστε σε κάποια παραλία ή θα κατευθύνεστε προς αυτήν. Αν δεν έχετε επιλέξει ακόμα τη μουσική που θα ακούτε στο ταξίδι, σκεφτείτε να βοηθήσετε το τάνγκο να πάρει την εκδίκησή του, με τη βοήθεια των Gotan Project. 


Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

free thinking zone - βιβλιοπωλείο

Μια πρόταση, αν βρίσκεστε στην Αθήνα. Στη Σκουφά θα βρείτε το Free Thinking Zone, ένα βιβλιοπωλείο επιπέδου που πραγματοποιεί συνέχεια πολύ ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις, όχι μόνο λογοτεχνικού, αλλά και κοινωνικού χαρακτήρα. Στο πολύ ωραίο περιβάλλον του, εκτός από το να αναζητήσετε βιβλία, μπορείτε να πιείτε και τον καφέ σας.

*Όχι, δεν έχουμε μετοχές, απλά είναι ένα ωραίο μέρος για όσους αγαπούν το βιβλίο και τη συζήτηση.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Κύριος Καρπούζης

Ο Κύριος Καρπούζης (κατά κόσμον Μιχάλης Φουντουκλής) είναι συγγραφέας του 1.000.000 στιγμές και παράλληλα αρχιτέκτονας, ζογκλέρ, μουσικός, εικονογράφος, ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής, ερασιτέχνης μάγειρας, δάσκαλος πολεμικών τεχνών, στρατιώτης μηχανικού, gamer, φυσιοδίφης, φυσιογνωμιστής, φυσιολάτρης  και πολλά άλλα. 

Αν θέλετε να ακολουθήσετε κι εσείς τον Κύριο Καρπούζη στα ταξίδια του, μπορείτε να γίνετε μέλη στη σχετική σελίδα στο facebook και να διαβάζετε τακτικά τα posts στο blog του.

Σε άλλα νέα, μην ξεχνάτε ότι σε λίγες μέρες κάνει πρεμιέρα στα Γιάννενα ο Μικρός Έγιολφ (του Ίψεν, από το ΔΗΠΕΘΕ, σκηνοθεσία Νίκος Καμόντος), ενώ σε δέκα ημέρες θα παρουσιάσουμε στο Πολυθέαμα μια ξεχωριστή μουσική αφήγηση.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Γιώργος Τσαντίκωφ - Οι Ναΐτες πετάχτηκαν δίπλα


Σε μία εβδομάδα ακριβώς παρουσιάζουμε στην Αθήνα τη συλλογή διηγημάτων Οι Ναΐτες πετάχτηκαν δίπλα, του Γιώργου Τσαντίκου. Με μία πρόχειρη ματιά στην πρόσκληση μπορείτε να καταλάβετε ότι θα το διασκεδάσουμε. Σύμφωνα με πληροφορίες, κάποιοι από το έγκυρο πάνελ των ομιλητών, θα προτείνουν την έξοδο της χώρας από το ευρώ και την υιοθέτηση του ρουβλιού ως εθνικού νομίσματος.

Συγκεκριμένα η εκδήλωση θα γίνει το Σάββατο 10 Δεκεμβρίου, στις 7 μ.μ. στο Floral, το οποίο ευχαριστούμε θερμά για τη φιλοξενία.


*όσοι ήσασταν την Πέμπτη που μας πέρασε στην παρουσίαση της Ματριόσκα στα Γιάννενα, θα ξέρετε πόσο φανταστικά ήταν

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

11/11/11 Ματριόσκα!


...Και στις 11:11 το πρωί, κυκλοφορεί επίσημα η Ματριόσκα του Ελ Ρόι. Είναι μια συλλογή διηγημάτων που συνοδεύεται από φωτογραφίες και από ένα cd με εξαιρετική μουσική.

Στις 26 του μηνός θα έχουμε την πρώτη παρουσίαση του έργου, στο βιβλιοπωλείο Discover, στην Πάτρα. Λίγες μέρες αργότερα θα έχουμε την παρουσίαση στα Γιάννενα.

Μπορείτε να μάθετε πολλά για τη Ματριόσκα στο τεύχος Νοεμβρίου της Pop Up Press, που μόλις κυκλοφόρησε.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

πώς προτιμάτε τα ψάρια σας;


Σήμερα Δευτέρα στις 7:30 μ.μ. παρουσιάζουμε στα Γιάννενα τα ουγγρικά ψάρια. Ελπίζω να μαζευτούμε ωραία παρέα και να περάσουμε καλά. Όσοι γνωρίζουν έστω και λίγα για το βιβλίο μπορούν να φανταστούν ότι σίγουρα θα διασκεδάσουμε.

Υπόσχομαι ότι στην παρουσίαση θα μάθουμε πολλά για την επιστροφή στη δραχμή, για τις κονσέρβες χταπόδι, τα στημένα παιχνίδια, το Έγκλημα και Τιμωρία, τον Γενάντι Λιτόφτσκενκο και τον Τζιμ Μόρισον.

Εδώ και το event για να είμαστε συντονισμένοι.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

διαγωνισμός - τέσσερα βιβλία των εκδόσεών μας


Όσοι είστε στην παρέα μας στο facebook, θα ξέρετε ότι σήμερα και αύριο Παρασκευή έχουμε διοργανώσει έναν μίνι διαγωνισμό. Όποιος θέλει μπορεί να αφήσει σχόλιο στη σχετική ανάρτηση και τέσσερις φίλοι θα κερδίσουν το βιβλίο της επιλογής τους.

Εδώ είναι η λίστα με τα βιβλία μας, αλλά θυμίζω ότι η Σιωπή της Πόλης του Νίκου Καρακάση κυκλοφορεί αποκλειστικά και ελεύθερα σε ηλεκτρονική μορφή, άρα όλοι μπορούν να το κατεβάσουν. (όσοι έχουν ήδη επιλέξει αυτό το βιβλίο, η συμμετοχή τους εξακολουθεί να μετράει)

Αν δεν έχετε λογαριασμό στο fb, μπορείτε να λάβετε μέρος αφήνετε σχόλιο εδώ, στη σελίδα μας. Σας ευχαριστούμε όλους για την καλή διάθεση!


*η εικόνα προέρχεται από τη wikipedia

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

λογοτεχνικό free press αντί x λόγου, τεύχος 11

Το περιοδικό αντί x λόγου είναι ένα τριμηνιαίο λογοτεχνικό free press που εκδίδεται στα Γιάννενα και έχει διευθυντή τον Βαγγέλη Ευθυμίου. Χθες κυκλοφόρησε το ενδέκατο τεύχος σε όλα τα βιβλιοπωλεία- όσοι βρίσκεστε στην πόλη μας και το συναντήσετε πάρτε το μαζί σας για παρέα, διαβάστε το και φυλάξτε το στη βιβλιοθήκη σας (από το δέκατο τεύχος το περιοδικό διανέμεται και στην Αθήνα). Επίσης επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του περιοδικού για να διαβάσετε και να κατεβάσετε δωρεάν όλα τα τεύχη ή γίνετε μέλη στην αντίστοιχη σελίδα στο facebook.

Όπως και σε κάθε editorial, υπάρχει κάλεσμα για νέους συνεργάτες που μπορούν να στείλουν άρθρα και έργα τους. Σημειώστε ότι από το επόμενο τεύχος του περιοδικού αναμένουμε σημαντικές αλλαγές.




Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

ο χρόνος κυλάει πιο αργά



Ένα ακόμα σπουδαίο κομμάτι από έναν σπουδαίο συνθέτη. Για όταν ο ήλιος χαμηλώνει και είστε ακόμα στην παραλία, ξεχασμένοι με το βιβλίο που διαβάζατε για ώρα.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

τι να κάνετε σε περίπτωση χρεωκοπίας


(απόσπασμα από το μυθιστόρημα τα ουγγρικά ψάρια)

Τι να κάνετε σε περίπτωση χρεωκοπίας*



ΚΑΠΟΥ ΣΤΑ ΝΟΤΙΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΠΥΡΡΟΥ
11:27 ΤΟΠΙΚΗ ΩΡΑ

ΗΛΙΟΦΑΝΕΙΑ, ΑΝΕΜΟΙ 2 ΜΠΟΦΟΡ ΑΣΘΕΝΕΙΣ


Βρισκόμουν στην άκρη ενός πεζοδρομίου. Ήταν Σάββατο πρωί στο κέντρο της αγοράς. Πλήθος παντού, ύποπτες φάτσες εναλλάσσονταν στο οπτικό μου πεδίο. Φορούσα γυαλιά ηλίου. Το ίδιο και όλοι γύρω μου. Με προσπέρασε ένας ημίτρελος τύπος με πλακάτ που έγραφε: «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ, το τέλος ακίνητης περιουσίας είναι κοντά».
Το τελευταίο μισάωρο προσποιούμουν ότι διάβαζα κηδειόσημα σε μια κολώνα της ΔΕΗ. Είχα ύφος αδιάφορο. Ύφος ότι δεν συνέβαινε τίποτα· τα σεμινάρια υποκριτικής και πάλι έσωζαν τη μέρα. Κώστας Παπαδόπουλος, 97 ετών, συνταξιούχος δάσκαλος, οι λατρευτοί συγγενείς, ανίψια, θείοι, παιδιά, σκυλιά. Ένας Έλλην λιγότερος. Αναστέναξα μοιρολατρικά. Ζέστη.
Στην πραγματικότητα δεν διάβαζα τα κηδειόσημα όπως εσφαλμένα θα νόμιζε κάθε περαστικός που με είχε δει εκείνο το πρωί. Χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, παρακολουθούσα το ακριβώς απέναντι πεζοδρόμιο. Είχα στραμμένη την προσοχή μου σ’ ένα χώρο που περίκλειε η βιτρίνα ενός μαγαζιού με υποδήματα, ένας κάδος σκουπιδιών και ένα καρτοτηλέφωνο. Μέσα σε αυτό το τρίγωνο βημάτιζε νευρικά ένας άνθρωπος φορώντας γυαλιά ηλίου, φανέλα της Εθνικής Σερβίας και έχοντας μακρόσυρτα τατουάζ στα χέρια. Ναι, ήταν ο Χάκερ.
Τράβηξε το τελευταίο τσιγάρο από ένα πακέτο και το έβαλε στα χείλη του. Όπως ταίριαζε στο ατίθασο πνεύμα του, αγνόησε την προειδοποίηση του Υπουργείου Υγείας. Τσαλάκωσε το πακέτο και το πέταξε στον κάδο. Κούνησε το κουτί με τα σπίρτα πριν το ανοίξει. Μειδιώντας έβγαλε το τελευταίο σπίρτο. Έβαλε τις χούφτες του να προστατέψει τη φλόγα.
Απ’ όσα είχε προλάβει να μου εξηγήσει σε ένα βιαστικό και τρομαγμένο μήνυμα στον τηλεφωνητή μου λίγο νωρίτερα, οι διώκτες του τον είχαν πάρει τηλέφωνο και του ζήτησαν μια συνάντηση σε δημόσιο χώρο. Μια συνάντηση που θα ξεκαθάριζε το τοπίο. Μπορεί να του έκαναν κάποια προσφορά για να ξεχάσει όσα έμαθε, μπορεί και να τον απειλούσαν. Ο Χάκερ δέχτηκε, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά. Ήθελε να καταστήσει σαφές ότι δεν τους φοβόταν. Πίστευε ότι θα αποδεικνυόταν εξυπνότερος. Ήταν σαν αίμα λιονταριού να κυλούσε στις φλέβες του. Δυστυχώς, τότε ακόμα δεν ήξερε πού είχε μπλέξει. Κανείς μας δεν ήξερε.
Εγώ, θα ήμουν η δικλείδα ασφαλείας του. Σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά θα παρέμβαινα επί τόπου ή αν ήταν πολύ σκούρα τα πράγματα θα ειδοποιούσα την αστυνομία. Επιπλέον είχα κανονίσει ότι σε ένα παρακείμενο καφέ θα ήταν κρυμμένος και ο Μάγος τη συμφωνημένη ώρα. Μαζί του θα είχε μια φωτογραφική μηχανή με τηλεφακό: θα χρειαζόμασταν κάθε στοιχείο από τη συνάντηση. Είχα φανταστεί ασπρόμαυρες φωτογραφίες κρεμασμένες σε έναν τοίχο και νήματα να συνθέτουν μια σκοτεινή ιεραρχία. Ένιωσα τις παλάμες μου να ιδρώνουν. Στην τσέπη της βερμούδας μου έκρυβα ένα σπρέι πιπεριού που είχα αγοράσει από το ebay για ένα δολάριο, χωρίς ταχυδρομικά. Μια καλή ευκαιρία. Σχεδόν τόσο καλή όσο ο φορητός φορτιστής κινητού με μανιβέλα ή ο ασύρματος αποφλοιωτής ηλιόσπορου.
Έκανε ζέστη κι είχε πολλή κίνηση. Ο κόσμος συνωστιζόταν στα πεζοδρόμια, βρισκόμασταν στην πρώτη μέρα των έκτακτων αυγουστιάτικων εκπτώσεων. Η κρίση είχε επιφέρει δραματικές ανακατατάξεις στην κοινωνία, άνθρωποι έχαναν τις δουλειές τους, μαγαζιά έβαζαν λουκέτο, φήμες για χρεωκοπία διασπείρονταν, παγόβουνα ποντίζονταν. Η αβεβαιότητα είχε απλωθεί παντού, ακόμα και οι μετοχές της εταιρείας ιχθυόσκαλας είχαν κατρακυλήσει. Πολλοί κοίταζαν, λίγοι ψώνιζαν. Εγώ προτιμούσα να κρατάω μικρό καλάθι και να μην παρασύρομαι. Μόνο δύο φορές είχα βγάλει και ξαναβάλει τα λεφτά μου στην τράπεζα. Επίσης είχα ψάξει στη συλλογή μου για παλιές δραχμές με τον Βασιλέα. Τέλος για παν ενδεχόμενο είχα κρύψει στο πατάρι γάλα σε σκόνη, μια σφυρίχτρα, μπαταρίες και μερικά χταπόδια. Σε κονσέρβα.
Η θέα μου προς τον Χάκερ ήταν διακεκομμένη. Η γαλάζια φανέλα κρυβόταν και εμφανιζόταν, σαν να πάλευε να επιπλεύσει σε μια ανταριασμένη ανθρώπινη θάλασσα. Μια εύσωμη κυρία με εμπριμέ φόρεμα στάθηκε δίπλα του για να δει τη βιτρίνα με τα παπούτσια. Μαζί της είχε ένα κοριτσάκι που κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι και μασούσε τσίχλα. Ένα άσχημο προαίσθημα ενόχλησε το πίσω μέρος του μυαλού μου. Ευχήθηκα ο Μάγος να είχε καλύτερη οπτική γωνία προς το στόχο, αν και του είχα τυφλή εμπιστοσύνη και δεν χρειαζόταν να ανησυχώ. Ο Μάγος ήταν εγγύηση για τέτοιες καταστάσεις. Στο στρατό είχε υπηρετήσει σε πτέρυγα μάχης. Μια φορά ένας ανθυπασπιστής του είχε δώσει εύσημα για τις υπηρεσίες του στο ΚΕΠΙΚ. Κατά τη διάρκεια μιας άσκησης πλωτών είχε επισκευάσει μια χαλασμένη Καναδέζα. Στο Medal of Honor 2 είχε σκοτώσει εκατοντάδες Ναζί. Αναμφίβολα σε περίπτωση κήρυξης πολέμου θα ήταν από τους πρώτους που θα επιστρατεύονταν.
Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή έριξα το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο γιατί είχε αρχίσει να μουδιάζει. Θυμάμαι ότι μόλις τότε είδα καθαρά το πρόσωπο του Χάκερ στο απέναντι πεζοδρόμιο. Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι άκουγα τις ανάσες του. Ο Χάκερ κοίταζε κάπου προς τα δεξιά, οι γραμμές του μετώπου του γαλήνιες. Το τσιγάρο στο στόμα του είχε σχεδόν σωθεί. Στην πλάτη του η γαλάζια φανέλα είχε το νούμερο 8, Ματίας Κέζμαν. Φορούσε αυτή τη φανέλα έξω για καφέ, και στους αγώνες της τοπικής ομάδας, και όταν πηγαίναμε για 5Χ5, και όταν παίζαμε πινγκ-πονγκ, και στο καρναβάλι, και στα πανηγύρια, και στις συγκεντρώσεις του Καραμανλή. Τα τατουάζ σαν φίδια ξεπρόβαλαν απ’ τα μανίκια και κατέληγαν στους καρπούς του. Νομίζω στην άκρη των χειλιών του είχε σχηματιστεί ένα χαμόγελο. Έτσι ακριβώς τον θυμάμαι πριν συμβεί το αδιανόητο.
Τα πάντα εξελίχθηκαν σε αργή κίνηση. Πρώτα άκουσα τα ανατριχιαστικά στριγκλίσματα και αμέσως μετά είδα ένα λευκό βαν να στρίβει με ταχύτητα απ’ τη γωνία. Από το σημείο όπου ήμουν μπορούσα να διακρίνω μόνο τον οδηγό. Τα χαρακτηριστικά του χαράχτηκαν στη μνήμη μου. Μετά τα ξέχασα. Το βαν σταμάτησε ακριβώς απέναντι μου, εμποδίζοντας τη θέα προς τον Χάκερ. Μια χορδή κόπηκε μέσα μου. Άκουσα το κοριτσάκι με το μπαλόνι να ουρλιάζει τρομαγμένο. Ακολούθησε ένας απαίσιος γδούπος και πνιχτοί ήχοι πάλης. Μια συρόμενη πόρτα άνοιξε κι έκλεισε με πάταγο. Αμέσως μετά το λευκό βαν ανέπτυξε ταχύτητα, παραβίασε έναν ερυθρό σηματοδότη και εξαφανίστηκε στο βάθος του δρόμου. Όλα έγιναν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Κοίταξα απέναντι με αγωνία. Το καρτοτηλέφωνο στη θέση του. Το κοριτσάκι έκλαιγε γιατί της είχε φύγει το μπαλόνι απ’ το χέρι και η μητέρα της την κατσάδιαζε. Κόσμος περπατούσε βιαστικά μπροστά απ’ τη βιτρίνα με τα παπούτσια, το μπαλόνι πετούσε πια πάνω απ’ τις ταράτσες των πολυκατοικιών.
Και ο Χάκερ είχε εξαφανιστεί.


*όσα γράφονται στο κεφάλαιο που ακολουθεί είναι αυθαίρετες προσωπικές εκτιμήσεις του συγγραφέα και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθούν ως οικονομικές συμβουλές ή ως προτροπή για την τέλεση αξιόποινων πράξεων

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Πόσα γνωρίζετε για τα λεφτά;

1

Όπου ο Γιάννης δέχεται μια πολύ παράξενη επίσκεψη



Ήταν αρχές Αυγούστου και έκανε ζέστη. Πηχτή. Εγώ περνούσα τις ώρες μου γράφοντας ποίηση που κάποια μέρα σκόπευα να εκδώσω μέσω ενός γνωστού που έχει φίλο έναν εκδότη. Κατά τη γνώμη μου δεν είχα αγγίξει ακόμα το απόγειο του ταλέντου μου, αλλά οπωσδήποτε διατηρούμουν σταθερά πάνω από το μέσο όρο των υπόλοιπων συγγραφέων. Τα ποιήματά μου είχαν συνήθως θέμα την αγάπη ή το θάνατο, ή έναν καλοζυγισμένο συνδυασμό αυτών των δύο.

Αγάπη και θάνατος/ Θάνατος και αγάπη/
Πόσο πέθανα αγαπώντας σε
Μα ήρθε ένα ακρογιάλι/ Το είδα από μακριά με κιάλι
Ξαπλώνω στο ντιβάνι/ Κρύο έχει βάνει

Για τις καθημερινές ανάγκες μου συνήθιζα να βγαίνω στο μπαλκόνι με το φορητό υπολογιστή, μιας και έκλεβα ίντερνετ από έναν αδαή γείτονα. Επίσης σε ένα από τα διαμερίσματα της απέναντι πολυκατοικίας ζούσε μια ντροπαλή φοιτήτρια που περνούσε τις περισσότερες ώρες διαβάζοντας, συγυρίζοντας και βλέποντας τηλεόραση. Δυστυχώς –για κάποιον ανεξήγητο λόγο– έκανε συνήθως όλα τα παραπάνω με κλειστές κουρτίνες. Εγώ βέβαια, ως άνθρωπος του πνεύματος, λίγη σημασία έδινα σε τέτοιες μικροαστικές συμπεριφορές. Σχεδόν αγανακτισμένος επέστρεψα και το τηλεσκόπιο που είχα αγοράσει από το μαγαζί αστρονομίας.
Τον Μάγο δεν τον έβλεπα συχνά. Τον τελευταίο καιρό είχε πιάσει δουλειά ως μπάρμαν σ’ ένα παρηκμασμένο ροκάδικο και καμάκωνε οποιοδήποτε θηλυκό αποτολμούσε έστω και να πλησιάσει σε ακτίνα λίγων μέτρων. Αράδιαζε φανφαρόνικους μονολόγους για φιλοσοφία, σοδιαλισμό, τανκς και ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο. Αφηγούνταν με ζέση ιστορίες από συναυλίες των Σκόρπιονς και του Τζιμ Μόρισον, ενώ παρασκεύαζε μυστηριώδη ποτά που υποτίθεται είχε μάθει από ημίγυμνους αυτόχθονες στα λιμάνια της Παραγουάης (μην το ψάξετε, δεν έχει θάλασσα). Γυρνούσε κάθε πρωί σπίτι τύφλα και ποτέ δεν προλάβαινε να φτάσει παραπέρα από τον καναπέ του σαλονιού. Μερικές φορές ούτε εκεί.
Οι υπόλοιποι φίλοι μας ήταν παντρεμένοι, είχαν κρυφτεί στις τρύπες τους, άφησαν τα χρόνια να τους καταπλακώσουν και αποφεύγαμε να μαθαίνουμε νέα τους. Αν οι άνθρωποι θέλουν να χαθούν, χάνονται. Εγώ και ο Μάγος είχαμε σεβαστεί την επιθυμία τους να γλιστρήσουν στο περιθώριο.
Οι ζωές μας κυλούσαν ήσυχα. Απλά. Λιτά. Δωρικά. Κανείς δεν υποψιαζόταν την ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ευτυχισμένης καθημερινότητάς μας. Ώσπου, συνέβη ένα λάθος. Ένα λάθος από αυτά που συμβαίνουν και στην αρχή υποτιμάς τη σημασία τους. Όμως είναι αρκετό για να στρέψει τα πάντα προς τη χειρότερη δυνατή πορεία. Είναι ο αναπόδραστος νόμος του Μέρφυ.


Η καταστροφική αλληλουχία γεγονότων ξεκίνησε με ένα τηλεφώνημα στο σπίτι μου, ακριβώς τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Είχα αποκοιμηθεί μόλις πριν λίγα λεπτά προσπαθώντας να διαβάσω λίγες σελίδες από έναν ακόμα παχύ τόμο που μου είχε δανείσει με το ζόρι ο Μάγος. Κάθε φορά που τον έπαιρνα στα χέρια μου, ερχόμουν αντιμέτωπος με το βλοσυρό βλέμμα ένας μουσάτου τύπου στο εξώφυλλο. Και μετά το περιεχόμενο. Αααχ… Το περιεχόμενο... Από τις πρώτες λέξεις ένας πονοκέφαλος σφυροκοπούσε το εσωτερικό του κεφαλιού μου. Όσες παραγράφους κι αν διάβαζα πάλι δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν με το καθεστώς και ποιος όχι.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου ήταν επίμονο, κάτι απροσδιόριστο κρυβόταν μέσα του. Αναδύθηκα με άφατο κόπο από τον ύπνο και χρειάστηκα κάμποσα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω ότι βρισκόμουν στο κρεβάτι μου και όχι σ’ ένα βρομερό χειρουργικό τραπέζι στη Βομβάη. Για καλό και για κακό ψηλάφισα το στέρνο μου για πρόσφατες ραφές. Δεν ήταν λίγες οι ιστορίες που είχα ακούσει για απαγωγές ανυποψίαστων πολιτών και κλοπές νεφρών. Αυτά συμβαίνουν.
Ακόμα μπερδεμένος, σήκωσα το ακουστικό και το έφερα στο αυτί μου. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκαν ηλεκτρονικοί βόμβοι και διακόπτες που ανεβοκατέβαιναν. Παράσιτα. Θόρυβος. Μπουκαπόρτες που ανοιγόκλειναν, πιστόνια που παλινδρομούσαν. Πριν καταλάβω κάτι συγκεκριμένο, μια αλλοιωμένη φωνή μίλησε ψιθυριστά: «Έλα Γιάννη. Με ακούς;»
Κοίταξα το ακουστικό εκνευρισμένος. Ποιος διάολος ήταν τρεις η ώρα το βράδυ;
«Εγώ είμαι ρε. Με ακούς;» επανέλαβε η φωνή, αμελώντας να δώσει περισσότερα στοιχεία για την ταυτότητά της. Αισθάνθηκα όπως όταν μια φορά στην Πάτρα με είχε πάρει κάποιος και μου είπε: Έλα, ο Αντρέας είμαι. Δεν το ανάλυσα περαιτέρω.
«Ναι, έλα. Σε ακούω», είπα.
«Ωραία», είπε η άγνωστη φωνή, εμφανώς ανακουφισμένη και συνέχισε ψιθυριστά: «Άκουσέ με προσεκτικά. Μπήκα στα αρχεία τους, έσπασα την ασφάλειά τους. Είδα απαγορευμένα πράγματα. Είναι εκεί. Τα είδα σου λέω!»
Τώρα κάπως ξεκαθάριζαν τα πράγματα. Προφανώς ήταν ο Χάκερ, ένας παλιός φίλος μου, γνωστός και ως Φρικάκιας, παρατσούκλι που είχε κολλήσει σε κάποια φυλακή. Ένας τύπος δυσπροσδιόριστος και αινιγματικός, που από τη μία φαινόταν καλοσυνάτος και από την άλλη έδινε την εντύπωση ότι θα άρχιζε να σε γρονθοκοπεί χωρίς αφορμή. Κοντοκουρεμένος ξανθός, μουστάκια αμερικάνικου νότου, τετράγωνοι ώμοι και δύο τατουάζ που διέσχιζαν κατά μήκος τα χέρια του και ποιος ξέρει μέχρι πού έφταναν. Συνήθως φορούσε φανέλες της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας ή της Λάτσιο. Λέγεται ότι παλιά είχε πολεμήσει με συμμορίες σε φαβέλες. Ότι είχε μπλεχτεί σε ξεκαθαρίσματα της μαφίας. Ότι είχε επικηρυχθεί για πειρατεία στις ολλανδικές Αντίλλες. Πάντως, τα τελευταία χρόνια είχε ειδικευτεί στο χάκινγκ, στην αποδόμηση τειχών προστασίας και στο chat roulette. Ένας μοναχικός καουμπόι.
«Έλα ρε Χάκερ. Τι λέει; Γιατί παίρνεις τέτοια ώρα; Ανησύχησα», είπα μολονότι δεν είχα ανησυχήσει ιδιαίτερα. Τα σεμινάρια υποκριτικής που είχα παρακολουθήσει πριν δύο χρόνια με βοηθούσαν σε ανάλογες περιπτώσεις.
«Άκουσέ με προσεκτικά», είπε ο Χάκερ και τα λόγια του διαδέχθηκε βαθιά σιωπή. Κύλησαν κάμποσα δευτερόλεπτα. Τελικά μίλησα εγώ:
«Ε, άντε ρε. Σε ακούω. Πες».
«Άκουσέ με πολύ προσεκτικά Γιάννη», επανέλαβε ο Χάκερ βαθαίνοντας τη φωνή του.
Αναστέναξα. Ήξερα ότι αυτή η ανοησία μπορεί να συνεχιζόταν για πολλή ώρα. Μερικές φορές ο Χάκερ κολλούσε και επαναλάμβανε τις ίδιες φράσεις, ένα κουσούρι που είχε αποκτήσει από την ενασχόλησή του με τα κομπιούτερς. Μερικές φορές νόμιζα ότι σταδιακά εξελισσόταν σε έναν τετραπύρηνο υπεράνθρωπο-μηχανή.
«Άκουσέ με πάρα πολύ προσεκτικά Γιάννη», είπε πάλι ο Χάκερ επιβεβαιώνοντας τη σκέψη μου. Ευτυχώς ήξερα πώς να τον ξεκολλήσω:
«Έλα Χάκερ, reset. Πάμε πάλι απ’ την αρχή».
«Εντάξει, εντάξει το έχω. Άκου. Πρέπει να συναντηθούμε. Αμέσως. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Ή και ακόμα παραπάνω».
Χμ… Δεν ήξερα τι συμπέρασμα να βγάλω από εκείνα τα λόγια. Αν ήμασταν ήρωες ταινίας ή βιβλίου ίσως και να ψάρωνα και να του έλεγα ναι. Όμως με είχε ξυπνήσει στα άγρια χαράματα, όταν είχα κοιμηθεί πριν λίγη ώρα, επιστρέφοντας από ξενύχτι και έχοντας προσπαθήσει επανειλημμένως και ανεπιτυχώς να εντυπωσιάσω με στίχους την αδερφή ενός φίλου. Δεν ήταν η καλύτερη ώρα. Ήθελα μόνο να βυθιστώ στη λήθη του ύπνου. Ομολογώ ότι αν ήταν η αδερφή του φίλου στο τηλέφωνο ή έστω η φοιτήτρια από απέναντι θα ξεσηκωνόμουν. Για οτιδήποτε άλλο ήμουν αρκετά επιφυλακτικός, έως και αρνητικός θα έλεγα.
«Είναι αργά ρε Χάκερ. Δεν μπορεί να περιμένει ως το πρωί;» αναρωτήθηκα φωναχτά.
«Όχι, όχι σου λέω, όχι. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου», ήρθε η αναστατωμένη απάντηση.
«Μα τουλάχιστον πες μου τι συμβαίνει!» διαμαρτυρήθηκα. Ήταν μια έξυπνη ερώτηση παγίδα. Αν ο Χάκερ απαντούσε –όπως περίμενα– ότι δεν μπορεί να μου πει γιατί η γραμμή δεν είναι ασφαλής, θα τού το έκλεινα στα μούτρα αγανακτισμένος από τα κλισέ. Παραδόξως δεν έγινε έτσι.
«Πόσα γνωρίζεις για τα λεφτά Γιάννη;»
Η ερώτηση με αιφνιδίασε με τη γενικότητά της. Ποια λεφτά; Το τσαλακωμένο πεντάευρω στην τσέπη του παντελονιού μου; Τα 21,48 ευρώ στην τράπεζα; Εκείνα που έχασα την πρωτοχρονιά στο πόκερ; Το δίλεπτο που βρήκα στο δρόμο προχθές; Τα 300 δις που χρωστάμε; Ποια απ’ όλα;
«Είδες;» θριαμβολόγησε ο Χάκερ, εκμεταλλευόμενος άνανδρα την εύλογη σιωπή μου. «Σε περιμένω. Κάτω απ’ την πολυκατοικία σου. Κατέβα. Τώρα. Δεν πρέπει να αργήσουμε. Δεν μας επιτρέπεται να αργήσουμε!» τόνισε με στόμφο.
Το επόμενο που άκουσα ήταν πολλά εκνευριστικά «τουτ» συνεχόμενα. Κατέβασα το ακουστικό με δύναμη. Ζύγισα την κατάσταση. Λεφτά… Η μερκαντιλιστική εφαλτήριος δύναμη της κοινωνίας. Ο αμοραλιστικός αντικατοπτρισμός του καπιταλιστικού συστήματος. Η αιώνια πάλη μεταξύ της μονεταριστικής διαπαιδαγώγησης και της ναυτοπροσκοπικής κουμπαγιά. Το ρευστό. Τα καφετιά. Τα μπιμπικίνια. Το παραδάκι. Το σάλιο.
Κάτι μεγάλο συνέβαινε εδώ. Έπρεπε να συναντήσω τον Χάκερ. Ίσως είχε όλες τις απαντήσεις. Πέταξα το πάπλωμα, σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, έβαλα παπούτσια και βγήκα στο διάδρομο. Κάλεσα το ασανσέρ, άνοιξα την πόρτα, μπήκα στο θάλαμο, απέφυγα επιδέξια τα βλέμματα του καθρέφτη και πάτησα το κουμπί.
Είκοσι εφτά δευτερόλεπτα αργότερα βρισκόμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ερημιά. Νύχτα. Σκοτάδι. Μια σκιώδης φιγούρα απέναντί μου. Ρανίδες φωτός απ’ την παρακείμενη κολώνα της ΔΕΗ δημιουργούσαν παράξενες γωνίες στα χαρακτηριστικά του. Φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο. Κάπου μακριά ένα σκυλί αλύχτησε δυσοίωνα. Ο Χάκερ με κοίταξε σαν να είχε να με δει χρόνια. Σιωπή μας χώρισε.
«Γιατί είσαι τόσο τσαλακωμένος;» ρώτησε τελικά. Αντί να απαντήσω «με τσαλάκωσε η ζωή», σήκωσα τους ώμους. Αταβιστικά προσπάθησα να ισιώσω τις ζάρες στο κοντομάνικο, καρό πουκάμισό μου. Απέτυχα. Ο Χάκερ πλησίασε. Φορούσε σαγιονάρες, βερμούδα και φανέλα της Λάτσιο. Το «πλαφ-πλαφ» από τις σαγιονάρες του τεμάχισε την ησυχία σε κβάντα.
Αν και είχε 28 βαθμούς και είχε να φυσήξει εδώ και τουλάχιστον μία εβδομάδα, ο Χάκερ προστάτεψε με τη χούφτα του ένα αναμμένο σπίρτο για ν’ ανάψει τσιγάρο. Κάπου μακριά ακούστηκε ένας γκιώνης. Άραγε καλούσε ερωτικά την αγαπημένη του ή θρηνούσε για το χαμό της; Η σελήνη κρύφτηκε στα σύννεφα και ξαναεμφανίστηκε.
Και ξανακρύφτηκε.
Μια νουάρ περιπέτεια ξεκινούσε και εγώ μόλις είχα αρπαχτεί απ’ τη δίνη των γεγονότων.
Πόσα αλήθεια ήξερα για τα λεφτά;
Και ακόμα περισσότερο: πόσα άντεχα να μάθω;


*Το μυθιστόρημα του Γιάννη Πλιώτα, τα ουγγρικά ψάρια κυκλοφορεί στην Πρωτοπορία και από σήμερα στο βιβλιοπωλείο Αναγνώστης στα Γιάννενα. Αν θέλετε να λάβετε το e-book του βιβλίου ελεύθερα, στείλτε ένα μήνυμα στο mail μας.Σύνδεσμος

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

ουγγρικό google


Όπως είναι αναμενόμενο μπορείτε να βρείτε τις βδ και στο Google Plus, να μας κυκλώσετε και να σας κυκλώσουμε.

Από σήμερα επίσης μπορείτε να βρείτε στην Πρωτοπορία το νέο μας μυθιστόρημα, τα ουγγρικά ψάρια : )

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

ουγγρικά ψάρια - πρόλογος

Τα ουγγρικά ψάρια κυκλοφορούν σε λίγες μέρες στα βιβλιοπωλεία. Είναι ένα μυθιστόρημα μυστηρίου με απαγωγές, παλαιστές, αυξήσεις φπα, τίμιους ρέφερι, κλαρίνα και ήρωες της εθνικής αντίστασης. Όπως και με όλα τα βιβλία μας, το e-book του θα κυκλοφορεί ελεύθερα και δωρεάν (αν θέλει κάποιος να το διαβάσει πριν απ' όλους, αρκεί να στείλει ένα mail στο voreiodytikes@gmail.com και θα το έχει άμεσα στο inbox του).





πρόλογος

Πρωινοί κολυμβητές


Η θάλασσα το πρωί της Δευτέρας είναι συνήθως κρύα, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε κατά το ελάχιστο να πτοήσει τον Μάγο και τον Γιάννη, δηλαδή εμένα. Κάθε Δευτέρα είχαμε αποφασίσει να παίρνουμε το αμάξι μου και να κατεβαίνουμε πολύ πρωί στην πιο κοντινή θάλασσα για βουτιές, στα πλαίσια μιας υγιεινής και ισορροπημένης ζωής. Ήταν μία παρορμητική απόφαση, ανάμεσα στην τρίτη και την τέταρτη μπίρα (ή την πέμπτη και την έκτη), ένα βράδυ που είχαμε βρεθεί στο μόλο, να συζητάμε για την αποδόμηση του συστήματος και χαμένες αγάπες. Και είχαμε βάλει σκοπό να την τηρήσουμε ευλαβικά. Έτσι, χωρίς λόγο. Για να αποδείξουμε στο σύμπαν ότι δεν μπορεί να κερδίζει πάντα.
Γενικά ήταν μια γενναία απόφαση γιατί δεν ήμουν απόλυτα σίγουρος αν το ηρωικό μου lada έπιανε το κατώτερο όριο ταχύτητας στην Εγνατία, ούτε για το αν η μηχανή του άντεχε τόσες συγκινήσεις. Πάντως, αν το καλοσκεφτείς, αμάξια σαν αυτό δεν φτιάχνονται πια.
Όταν εκείνη τη Δευτέρα πατήσαμε τα σκονισμένα χαλίκια της παραλίας, έριξα μια ματιά στο ρολόι του κινητού μου. Ήταν περασμένες δώδεκα, ο ήλιος ψηλά κρυμμένος στα σύννεφα. Δεν τα είχαμε πάει άσχημα, σκέφτηκα. Την προηγούμενη Δευτέρα είχαμε φτάσει περίπου στις τέσσερις το απόγευμα και την προπροηγούμενη είχαμε φτάσει μόνο μέχρι την παρακείμενη καντίνα για σουβλάκια, περιποιημένα όπως πάντα.
«Βελτιώνουμε τους χρόνους μας αισθητά», είπα στον Μάγο που γδυνόταν. Ο Μάγος σήκωσε για λίγο το κεφάλι, μπλεγμένος ως συνήθως στο δεξί μπατζάκι. Δεν είπε τίποτα, η έκφρασή του ερωτηματική. Ξεφύσηξα και επανέλαβα: «Είπα: Βελτιώνουμε τους χρόνους μας α-ι-σ-θ-η-τ-ά». Ο Μάγος κούνησε το κεφάλι και συνέχισε να παλεύει με το μπατζάκι. Κατά τη γνώμη του όσο περνούσαν τα χρόνια, τα έφτιαχναν όλο και πιο πολύπλοκα αυτά τα μαραφέτια.
Η δημοτική πλαζ ήταν σχεδόν άδεια. Κάτω ήταν στρωμένη με βότσαλα και γόπες– όχι τα ψάρια. Η θάλασσα ανέδιδε μία στιλπνή μυρωδιά– όχι αλάτι. Αστικοί μύθοι έκαναν λόγο για αποχετεύσεις παραλιακών μαγαζιών που έχυναν το περιεχόμενό τους εκεί. Παρακολουθώντας ύποπτα κυλινδρικά εκτοπλάσματα να επιπλέουν παντού, αναρωτήθηκα πού σταματάνε τα όρια του μύθου και πού αρχίζει η πραγματικότητα. Λίγο μακρύτερα καφετέριες και μπαράκια άπλωναν το τσιμέντο τους μέχρι τη θάλασσα καταπατώντας το Σύνταγμα των Ελλήνων.
Ρούφηξα λίγο απ’ το φραπέ μου, τον οποίο είχα παρασκευάσει με περισσή φροντίδα πριν ξεκινήσουμε. Άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί σε μέρη μακρινά, σε μέρη θνητά, απ’ όπου μπορείς ν’ αγναντέψεις αλαργινές Ιθάκες. Χάιδεψα την παραλία, ξέπλυνα τη ματιά μου στα κύματα, άγγιξα τις γραμμές του ορίζοντα, έφτασα μέχρι τις τολύπες των σωριασμένων στο στερέωμα σύννεφων. Ξαφνικά τράβηξε την προσοχή μου ένα κορμί.
Μία κοπέλα –αναμφίβολα φοιτήτρια– είχε ντυθεί με εμπριμέ μπικίνι και είχε κατέβει στην πλαζ για να αποσυντονίσει τους άνδρες. Και αφού εκείνη την ώρα στην πλαζ δεν υπήρχε ψυχή, η κοπέλα με το μπικίνι είχε αποσυντονίσει μόνο εμένα και τον Μάγο, ο οποίος είχε μείνει ακίνητος, σχεδόν αιωρούμενος, με το ένα πόδι μόνο στο έδαφος και το μπατζάκι τυλιγμένο σε χέρια, αστραγάλους και αγκώνες, να χαζεύει το θέαμα.
Μεταξύ μας, δεν ήταν κάποιο υπερφυσικό φαινόμενο, ούτε εκείνη η κοπέλα είχε κατέβει από μεταμεσονύκτιο τηλεοπτικό πρόγραμμα. Ήταν μια συνηθισμένη κοπέλα, σαν αυτές που βλέπεις στο αστικό, στο μανάβη, στο ταχυδρομείο. Το γεγονός, όμως ότι φορούσε μπικίνι και ήταν η μοναδική κοπέλα σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων, αμέσως την εκτίνασσε σε δυσθεώρητα ύψη δημοτικότητας.
Η κοπέλα τίναξε τα μαλλιά της δεξιά κι αριστερά, και μετά ξάπλωσε μπρούμυτα σε μια ροζ πετσέτα που κουβαλούσε μαζί της. Για λίγα δευτερόλεπτα, όλων των ειδών οι φαντασιώσεις διέσχισαν τα μυαλά μας. Αμέσως μετά η Γη συνέχισε να γυρνά και ο κόσμος επέστρεψε στις πραγματικές του διαστάσεις. Ρούφηξα λίγο ακόμα φραπέ σκέτο. Ήταν αναμφίβολα καλά χτυπημένος.
Ο Μάγος αφού απελευθερώθηκε επιτέλους, με κοίταξε και ρώτησε: «Λοιπόν Γιάννη; Διάβασες εκείνο το βιβλίο που σου έδωσα;»
Ο Μάγος μου δάνειζε τακτικά στρατευμένη λογοτεχνία, μπροσούρες και περιοδικά, που σε άλλες εποχές θα μας εξασφάλιζαν διακοπές μακράς διαρκείας στη Γυάρο (και όχι στη Γαύρο, όπως νόμιζα παλιότερα). Έπρεπε να συγκεντρωθώ όμως. Το βιβλίο… Το βιβλίο… Α, ναι! Το βιβλίο.
«Εεε, στη μέση είμαι ακόμα Μάγε. Προσπαθώ να το διαβάζω πριν κοιμηθώ, αλλά είναι πολύ βαρύ ρε και πολύ μπερδεμένο. Ακόμα δεν κατάλαβα ποιος ήταν με το καθεστώς και ποιος ήταν αποστάτης. Κάθε φορά με παίρνει ο ύπνος μετά από μια-δυο παραγράφους», διαμαρτυρήθηκα.
Ο Μάγος επέμεινε: «Και τότε πώς έχεις φτάσει στη μέση; Πριν τρεις μέρες σ’ το έδωσα».
Σήκωσα τους ώμους: «Ξεκίνησα να το διαβάζω απ’ τη μέση. Είναι ένα κόλπο που εφαρμόζω κι έτσι τα βιβλία τελειώνουν γρηγορότερα και δεν είναι τόσο βαρετά. Υπάρχει το μυστήριο του τι έχει γίνει πιο πριν, ανατροπές, σασπένς».
«Μα δεν σου έδωσα κάνα μυθιστόρημα ρε!» Ο Μάγος έμοιαζε θυμωμένος.
«Α, όχι;» Πραγματικά είχα εκπλαγεί. «Σαν μυθιστόρημα μού φάνηκε απ’ τις λίγες παραγράφους που πρόλαβα να διαβάσω. Δηλαδή όχι πάρα πολύ», παραδέχτηκα για να ελαφρύνω κάπως τη θέση μου. Δεν ήθελα μετά την επανάσταση να με στείλουν κι εμένα στα Γκούλας.
Ο Μάγος έτριψε τα δάχτυλα των ποδιών του. Μετά άπλωσε λίγο αντηλιακό στους ώμους. Σκούπισε τα λάδια στο μαγιό του. Άρχισε να σιγοτραγουδάει κάτι ανάμεσα σε επαναστατικό εμβατήριο και ύμνο της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας την οποία υποστηρίζαμε φανατικά.
Ένα κύμα έσκασε απ’ άκρη σ’ άκρη στην παραλία στέλνοντας ρανίδες αλμυρού νερού πάνω μας και προοιωνίζοντας σημαντικά γεγονότα. Έριξα μια κλεφτή ματιά προς το μέρος της ξαπλωμένης φοιτήτριας. Διάβαζε ένα βιβλίο. Αναλογίστηκα το ενδεχόμενο να αρχίσουμε να παίζουμε ρακέτες για να την εντυπωσιάσουμε. Απερρίφθη. Δεν είχαμε αρκετές ρακέτες.
Σήκωσα τους ώμους. Ήταν ώρα για την πρωινή, δευτεριάτικη βουτιά.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Οι Ναΐτες πετάχτηκαν στη Βόρεια Εύβοια


Στο φύλλο 142 της εφημερίδας Βόρεια Εύβοια (σελ. 14) ο Αντώνης Σκούρας γράφει για τη συλλογή διηγημάτων Οι Ναΐτες πετάχτηκαν δίπλα του Γιώργου Τσαντίκου. (με κλικ στη φωτογραφία ανοίγει η κριτική για να τη διαβάσετε)

Αν θέλετε μπορείτε να παραγγείλτε online τους Ναΐτες από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο της Πρωτοπορίας.

Επίσης να διαβάσετε (και να κατεβάσετε) ολόκληρο το βιβλίο ελεύθερα και δωρεάν στο issuu.

Τέλος, μιας και το πιο πιθανό είναι να σας αρέσει ο τρόπος γραφής του Γιώργου, μπορείτε να παρακολουθείτε την αρθρογραφία του και στη σελίδα του Ηπειρωτικού Αγώνα.

δεληβοριάς - καθρέφτης


Κ
αλημέρα, καλό σαββατοκύριακο.