συγγραφέας: Γιώργος Χατζηκυριάκος εικονογράφηση: Γιώργος Λαμπράκης |
Η πόλη των κεριών και των θαυμάτων
Και τι δεν είδαν όσο πλησίαζαν στο κέντρο της Κάντελαϊτ. Παιδιά να χωρίζονται σε ομάδες και να παίζουν χιονοπόλεμο. Οικογένειες να βολτάρουν χαζεύοντας τις βιτρίνες των καταστημάτων. Ζευγαράκια, κάθε ηλικίας, νεαρά και ηλικιωμένα, να περπατούν αγκαλιασμένα σιγοτραγουδώντας στα χιονισμένα σοκάκια. Κάτω από ένα φανοστάτη είδαν μια παρέα μεγάλων και μικρών να τραγουδούν κάλαντα κρατώντας λεπτά βιβλία με νότες και στίχους, ενώ πιο πέρα, σε μια πιο ανοιχτή πλατεία, είδαν μια φιλαρμονική ορχήστρα να παίζει μουσική υπό τη διεύθυνση ενός παθιασμένου μαέστρου. Στα σκαλοπάτια ενός μεγάλου σπιτιού είδαν καθισμένο έναν κύριο με ψηλό καπέλο και μπορντό σακάκι να λέει παραμύθια στα παιδιά ολόγυρά του και πιο κάτω έναν πατέρα που μαζί με τους δυο γιους του κατασκεύαζαν έναν στρουμπουλό χιονάνθρωπο.
«Κοιτάξτε!» φώναξε η Φωτεινή δείχνοντας το χιονάνθρωπο. «Ζωντάνεψε!»
Όντως, προς μεγάλη έκπληξη των παιδιών ο Χιονάνθρωπος είχε ζωντανέψει. Γυρνούσε το στρογγυλό κεφάλι του πέρα-δώθε κοιτώντας τα κλαδιά που του είχαν βάλει για χέρια. Φαινόταν το ίδιο απορημένος με τον Λουκά και τη Φωτεινή που τον παρατηρούσαν πέρα από το φράχτη του σπιτιού.
«Τώρα αυτό πώς έγινε, μου λέτε;» ρώτησε ο Λουκάς.
«Χα, χα!» γέλασε ο Τόμας που ήταν συνηθισμένος σε αυτά τα κόλπα. «Δεν το έχετε ξαναδεί, ε; Αυτό, λοιπόν, φίλοι μου είναι το πρώτο θαύμα που κάνει ένας Θαυματουργός».
Και τότε τους εξήγησε για το πώς φτιάχνονταν οι Χιονάνθρωποι. Είπε ότι τους έφτιαχναν οι Θαυματουργοί όταν ήταν ακόμα παιδιά, τότε που ακόμα δεν έχουν θαυματουργικά κεριά, αλλά μόνο θαυματουργικά χέρια.
«Προτού ο Θαυματουργός αποκτήσει το δικό του κερί, δοκιμάζεται η δύναμη της φαντασίας και της καρδιάς του, όπως επίσης η επιμονή και η υπομονή του. Τα τέσσερα αυτά στοιχεία είναι τα βασικά για ένα παιδί που προορίζεται να γίνει Θαυματουργός. Αν καταφέρει να φτιάξει έναν Χιονάνθρωπο και του δώσει ζωή, σημαίνει πως όταν μεγαλώσει θα γίνει κι αυτός Θαυματουργός σαν τους γονείς του».
«Δηλαδή Τόμας, έχεις φτιάξει κι εσύ τέτοιο Χιονάνθρωπο;»
«Ω, ναι, τον Φριζ. Έγινε κι αυτός ταξιδιάρης σαν κι εμένα. Έμεινε για πολύ καιρό μαζί μας και ύστερα έφυγε για να εξερευνήσει τον κόσμο».
«Εμείς δεν μπορούμε να φτιάξουμε Χιονάνθρωπο;» ρώτησε η Φωτεινή.
«Όσους θέλετε, μόνο που δεν μπορείτε να τους δώσετε ζωή. Μοναχά τα παιδιά του Έβεργουις έχουν το χάρισμα για κάτι τέτοιο».
«Κρίμα. Θα ‘χε πλάκα».
«Και τώρα τι θα κάνει ο Χιονάνθρωπος;» ρώτησε ο Λουκάς κοιτώντας το «νεογέννητο» Χιονάνθρωπο να αγκαλιάζει το παιδί που είχε βυθιστεί στη στρογγυλή κοιλιά του.
«Πρώτα πρέπει να τον μάθουν να μιλάει. Όλα τα υπόλοιπα θα τα ανακαλύψει στην πορεία. Αρχικά θα μείνει με την οικογένεια, της οποίας θα είναι παντοτινά καλός φίλος και πιστός φύλακας. Αργότερα, μόλις μεγαλώσει το παιδί που του χάρισε ζωή, θα τον ακολουθήσει στο πρώτο του μεγάλο ταξίδι, το ταξίδι που κάνουμε όλοι οι Θαυματουργοί όταν αποκτάμε το κερί μας. Έπειτα ο Χιονάνθρωπος θα φύγει για να αναζητήσει τη δική του ζωή στη Χειμέρια, τη χώρα του Πάγου και του Χιονιού. Εκεί θα φτιάξει το νέο του σπίτι και θα κάνει οικογένεια».
*απόσπασμα από το καινούργιο μας βιβλίο, το παιδικό-εφηβικό μυθιστόρημα φαντασίας Το Τραγούδι του Χρόνου, του Γιώργου Χατζηκυριάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου