Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

ουγγρικά ψάρια - πρόλογος

Τα ουγγρικά ψάρια κυκλοφορούν σε λίγες μέρες στα βιβλιοπωλεία. Είναι ένα μυθιστόρημα μυστηρίου με απαγωγές, παλαιστές, αυξήσεις φπα, τίμιους ρέφερι, κλαρίνα και ήρωες της εθνικής αντίστασης. Όπως και με όλα τα βιβλία μας, το e-book του θα κυκλοφορεί ελεύθερα και δωρεάν (αν θέλει κάποιος να το διαβάσει πριν απ' όλους, αρκεί να στείλει ένα mail στο voreiodytikes@gmail.com και θα το έχει άμεσα στο inbox του).





πρόλογος

Πρωινοί κολυμβητές


Η θάλασσα το πρωί της Δευτέρας είναι συνήθως κρύα, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε κατά το ελάχιστο να πτοήσει τον Μάγο και τον Γιάννη, δηλαδή εμένα. Κάθε Δευτέρα είχαμε αποφασίσει να παίρνουμε το αμάξι μου και να κατεβαίνουμε πολύ πρωί στην πιο κοντινή θάλασσα για βουτιές, στα πλαίσια μιας υγιεινής και ισορροπημένης ζωής. Ήταν μία παρορμητική απόφαση, ανάμεσα στην τρίτη και την τέταρτη μπίρα (ή την πέμπτη και την έκτη), ένα βράδυ που είχαμε βρεθεί στο μόλο, να συζητάμε για την αποδόμηση του συστήματος και χαμένες αγάπες. Και είχαμε βάλει σκοπό να την τηρήσουμε ευλαβικά. Έτσι, χωρίς λόγο. Για να αποδείξουμε στο σύμπαν ότι δεν μπορεί να κερδίζει πάντα.
Γενικά ήταν μια γενναία απόφαση γιατί δεν ήμουν απόλυτα σίγουρος αν το ηρωικό μου lada έπιανε το κατώτερο όριο ταχύτητας στην Εγνατία, ούτε για το αν η μηχανή του άντεχε τόσες συγκινήσεις. Πάντως, αν το καλοσκεφτείς, αμάξια σαν αυτό δεν φτιάχνονται πια.
Όταν εκείνη τη Δευτέρα πατήσαμε τα σκονισμένα χαλίκια της παραλίας, έριξα μια ματιά στο ρολόι του κινητού μου. Ήταν περασμένες δώδεκα, ο ήλιος ψηλά κρυμμένος στα σύννεφα. Δεν τα είχαμε πάει άσχημα, σκέφτηκα. Την προηγούμενη Δευτέρα είχαμε φτάσει περίπου στις τέσσερις το απόγευμα και την προπροηγούμενη είχαμε φτάσει μόνο μέχρι την παρακείμενη καντίνα για σουβλάκια, περιποιημένα όπως πάντα.
«Βελτιώνουμε τους χρόνους μας αισθητά», είπα στον Μάγο που γδυνόταν. Ο Μάγος σήκωσε για λίγο το κεφάλι, μπλεγμένος ως συνήθως στο δεξί μπατζάκι. Δεν είπε τίποτα, η έκφρασή του ερωτηματική. Ξεφύσηξα και επανέλαβα: «Είπα: Βελτιώνουμε τους χρόνους μας α-ι-σ-θ-η-τ-ά». Ο Μάγος κούνησε το κεφάλι και συνέχισε να παλεύει με το μπατζάκι. Κατά τη γνώμη του όσο περνούσαν τα χρόνια, τα έφτιαχναν όλο και πιο πολύπλοκα αυτά τα μαραφέτια.
Η δημοτική πλαζ ήταν σχεδόν άδεια. Κάτω ήταν στρωμένη με βότσαλα και γόπες– όχι τα ψάρια. Η θάλασσα ανέδιδε μία στιλπνή μυρωδιά– όχι αλάτι. Αστικοί μύθοι έκαναν λόγο για αποχετεύσεις παραλιακών μαγαζιών που έχυναν το περιεχόμενό τους εκεί. Παρακολουθώντας ύποπτα κυλινδρικά εκτοπλάσματα να επιπλέουν παντού, αναρωτήθηκα πού σταματάνε τα όρια του μύθου και πού αρχίζει η πραγματικότητα. Λίγο μακρύτερα καφετέριες και μπαράκια άπλωναν το τσιμέντο τους μέχρι τη θάλασσα καταπατώντας το Σύνταγμα των Ελλήνων.
Ρούφηξα λίγο απ’ το φραπέ μου, τον οποίο είχα παρασκευάσει με περισσή φροντίδα πριν ξεκινήσουμε. Άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί σε μέρη μακρινά, σε μέρη θνητά, απ’ όπου μπορείς ν’ αγναντέψεις αλαργινές Ιθάκες. Χάιδεψα την παραλία, ξέπλυνα τη ματιά μου στα κύματα, άγγιξα τις γραμμές του ορίζοντα, έφτασα μέχρι τις τολύπες των σωριασμένων στο στερέωμα σύννεφων. Ξαφνικά τράβηξε την προσοχή μου ένα κορμί.
Μία κοπέλα –αναμφίβολα φοιτήτρια– είχε ντυθεί με εμπριμέ μπικίνι και είχε κατέβει στην πλαζ για να αποσυντονίσει τους άνδρες. Και αφού εκείνη την ώρα στην πλαζ δεν υπήρχε ψυχή, η κοπέλα με το μπικίνι είχε αποσυντονίσει μόνο εμένα και τον Μάγο, ο οποίος είχε μείνει ακίνητος, σχεδόν αιωρούμενος, με το ένα πόδι μόνο στο έδαφος και το μπατζάκι τυλιγμένο σε χέρια, αστραγάλους και αγκώνες, να χαζεύει το θέαμα.
Μεταξύ μας, δεν ήταν κάποιο υπερφυσικό φαινόμενο, ούτε εκείνη η κοπέλα είχε κατέβει από μεταμεσονύκτιο τηλεοπτικό πρόγραμμα. Ήταν μια συνηθισμένη κοπέλα, σαν αυτές που βλέπεις στο αστικό, στο μανάβη, στο ταχυδρομείο. Το γεγονός, όμως ότι φορούσε μπικίνι και ήταν η μοναδική κοπέλα σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων, αμέσως την εκτίνασσε σε δυσθεώρητα ύψη δημοτικότητας.
Η κοπέλα τίναξε τα μαλλιά της δεξιά κι αριστερά, και μετά ξάπλωσε μπρούμυτα σε μια ροζ πετσέτα που κουβαλούσε μαζί της. Για λίγα δευτερόλεπτα, όλων των ειδών οι φαντασιώσεις διέσχισαν τα μυαλά μας. Αμέσως μετά η Γη συνέχισε να γυρνά και ο κόσμος επέστρεψε στις πραγματικές του διαστάσεις. Ρούφηξα λίγο ακόμα φραπέ σκέτο. Ήταν αναμφίβολα καλά χτυπημένος.
Ο Μάγος αφού απελευθερώθηκε επιτέλους, με κοίταξε και ρώτησε: «Λοιπόν Γιάννη; Διάβασες εκείνο το βιβλίο που σου έδωσα;»
Ο Μάγος μου δάνειζε τακτικά στρατευμένη λογοτεχνία, μπροσούρες και περιοδικά, που σε άλλες εποχές θα μας εξασφάλιζαν διακοπές μακράς διαρκείας στη Γυάρο (και όχι στη Γαύρο, όπως νόμιζα παλιότερα). Έπρεπε να συγκεντρωθώ όμως. Το βιβλίο… Το βιβλίο… Α, ναι! Το βιβλίο.
«Εεε, στη μέση είμαι ακόμα Μάγε. Προσπαθώ να το διαβάζω πριν κοιμηθώ, αλλά είναι πολύ βαρύ ρε και πολύ μπερδεμένο. Ακόμα δεν κατάλαβα ποιος ήταν με το καθεστώς και ποιος ήταν αποστάτης. Κάθε φορά με παίρνει ο ύπνος μετά από μια-δυο παραγράφους», διαμαρτυρήθηκα.
Ο Μάγος επέμεινε: «Και τότε πώς έχεις φτάσει στη μέση; Πριν τρεις μέρες σ’ το έδωσα».
Σήκωσα τους ώμους: «Ξεκίνησα να το διαβάζω απ’ τη μέση. Είναι ένα κόλπο που εφαρμόζω κι έτσι τα βιβλία τελειώνουν γρηγορότερα και δεν είναι τόσο βαρετά. Υπάρχει το μυστήριο του τι έχει γίνει πιο πριν, ανατροπές, σασπένς».
«Μα δεν σου έδωσα κάνα μυθιστόρημα ρε!» Ο Μάγος έμοιαζε θυμωμένος.
«Α, όχι;» Πραγματικά είχα εκπλαγεί. «Σαν μυθιστόρημα μού φάνηκε απ’ τις λίγες παραγράφους που πρόλαβα να διαβάσω. Δηλαδή όχι πάρα πολύ», παραδέχτηκα για να ελαφρύνω κάπως τη θέση μου. Δεν ήθελα μετά την επανάσταση να με στείλουν κι εμένα στα Γκούλας.
Ο Μάγος έτριψε τα δάχτυλα των ποδιών του. Μετά άπλωσε λίγο αντηλιακό στους ώμους. Σκούπισε τα λάδια στο μαγιό του. Άρχισε να σιγοτραγουδάει κάτι ανάμεσα σε επαναστατικό εμβατήριο και ύμνο της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας την οποία υποστηρίζαμε φανατικά.
Ένα κύμα έσκασε απ’ άκρη σ’ άκρη στην παραλία στέλνοντας ρανίδες αλμυρού νερού πάνω μας και προοιωνίζοντας σημαντικά γεγονότα. Έριξα μια κλεφτή ματιά προς το μέρος της ξαπλωμένης φοιτήτριας. Διάβαζε ένα βιβλίο. Αναλογίστηκα το ενδεχόμενο να αρχίσουμε να παίζουμε ρακέτες για να την εντυπωσιάσουμε. Απερρίφθη. Δεν είχαμε αρκετές ρακέτες.
Σήκωσα τους ώμους. Ήταν ώρα για την πρωινή, δευτεριάτικη βουτιά.

6 σχόλια:

  1. Γεια σου, Γιάννη. Το διάβασα απνευστί. Είναι ενδιαφέρον, καλογραμμένο και με χιούμορ. Ανυπομονώ για τη συνέχεια :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αλίμονό σου αν δεν είναι Παρασκευή μεσημέρι στην Πρωτοπορία. Πριν τις τέσσερις οπωσδήποτε, διότι, επαναλαμβάνω, αλίμονό σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μου αρέσει αυτός ο συνδυασμός ποίησης και σκληρού ρεαλισμού!!! Με το καλό Γιάννη, προβλέπω να καταβροχθίζω τα "ουγγρικά ψάρια"!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Κατ' αρχάς σας ευχαριστώ όλους : )

    @Άντρη: Με υποχρεώνεις!
    @Ευθυμία: Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μην έχουν φτάσει. Καθυστερήσεις πάντα μέσα στο πρόγραμμα. Καλύτερα να δοκιμάσεις Δευτέρα, να είμαστε σίγουροι.
    @Ευρυδίκη: Ελπίζω να είναι γευστικά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Παρατηρώ αλλαγές από την online έκδοση...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Αντώνη, έχουν γίνει λίγες αλλαγές και προσθήκες (πρόλογος + επίλογος) σε σχέση με την πρώτη μορφή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή